Τὰ δάκρυα ποὺ στὰ μάτια μας
θὰ δεῖτε ν᾿ ἀναβρύζουν
ποτὲ μὴν τὰ πιστέψετε
απελπισιᾶς σημάδια.

Ὑπόσχεση εἶναι μοναχὰ
γι᾿ Ἀγώνα ὑπόσχεση.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΝΑΓΟΥΛΗΣ

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2008

Ένα παπούτσι αναζητά το ταίρι του

Μια μικρή περιπέτεια καθημερινότητας

Μεσημέρι στη Πλάκα. Οδός Λυσίου. Ο δρόμος με την εμφάνιση πίστας στίβου με τα σχεδιασμένα πάνω του κουλουάρ. Παρ’ ότι Νοέμβρης η θερμοκρασία άγγιζε τους 27 βαθμούς. Παράξενο για την εποχή σκέφτηκε ο Ανδρέας. Αλλά όλα τα παράξενα σήμερα του έμελε να του συμβούν. Λες και ο καιρός να με χλευάζει, αναρωτήθηκε. Απολαμβάνει το φραπέ του με τις πολλές ζάχαρες και το ένα καλαμάκι σε ένα μικρό καφέ στις παρυφές του δρόμου. Ίσα που χωράει η καρέκλα του στο πεζοδρόμιο. Θέλησε να σκοτώσει τον ελεύθερο χρόνο του ανάμεσα σε δύο επαγγελματικά ραντεβού του. Κάθεται μόνος του και παρατηρεί τους όχι και λίγους για την εποχή τουρίστες που περπατούν ανέμελα στα σοκάκια της περιοχής. Αισθάνεται ευτυχισμένος αν και λίγο πιεσμένος από τη προσπάθεια να κλείσει τη δουλειά στο τελευταίο του ραντεβού. Νοιώθει να του βαραίνουν τη τσέπη τα δέκα χιλιάδες ευρώπουλα, που ελπίζει ότι θα του αποφέρει η συνεργασία που πριν λίγη ώρα έκλεισε. Δεν θα ήταν άσχημα και στην άλλη τσέπη άλλα τόσα μετά το ραντεβού που θα ακολουθήσει. Νοιώθει πλήρης και ευχαριστημένος. Δοξάζει τον εαυτό του και τη μαγκιά του, αλλά να το γιορτάζει με φραπέ; Άσε καλύτερα σκέφτεται , να σιγουρέψω και τα επόμενα και το γλεντάω σε κανα μπαράκι το βράδυ.

Η μελαχρινή σερβιτόρα, σχεδόν μαυριδερή, τον παρατηρεί προσεκτικά. Έχει καρφωμένο το βλέμμα πάνω του και τον κάνει να αισθάνεται άβολα. Μα τι βρήκε πάνω μου αναρωτήθηκε. Σίγουρα δεν τον θαυμάζει για τα νιάτα και την ομορφιά του, αλλά μάλλον βαριέται στο μαγαζί, αφού άλλος πελάτης δεν υπάρχει. Ο τελευταίος, ένα ζευγάρι τουριστών έφυγε όταν αυτός έφτανε στο καφέ. Άλλωστε ο Ανδρέας έχει σχεδόν πενηνταρίσει με μια κοιλιά που τον εμποδίζει να βλέπει τα παπούτσια του. Η μέρα του πάει καλά, αν και το πρωί δεν προμήνυε κάτι τέτοιο. Όσο το σκέφτεται το σημερινό πρωινό, τόσο το αχνό χαμόγελο που στολίζει το πρόσωπο του, σαν επιστέγασμα της χαράς που νοιώθει για το κλείσιμο της δουλειάς, γίνεται βροντερό γέλιο. Η γκαρσόνα τον κοιτά με έκπληξη και οίκτο συνάμα. Πάει το χασε ο κακομοίρης ο χοντρούλης θα σκέφτονταν.

Όπως κάθε πρωί, έτσι και σήμερα ο Αντρέας ξύπνησε με το ζόρι εκστομίζοντας κατάρες σε θεούς και δαίμονες . Άσε που έριξε και το κινητό του κάτω από το κομοδίνο, καθώς το ξυπνητήρι του έσκουζε σαν κακόφωνος κόκορας και με περισσή αναίδεια διέκοπτε το πρωινό του ραχάτι. Και να ήταν μόνο αυτό; Το πάτησε κιόλας όταν σηκώθηκε από το κρεβάτι. Ευτυχώς, γερό σκαρί αυτό, δεν έπαθε τίποτα συνεχίζοντας μάλιστα να κράζει. Που να τρέχει τώρα να αγοράζει καινούργιο κινητό; Οι κινήσεις του μηχανικές μπολιασμένες από μια βάναυση καθημερινότητα και αποκρουστική συνήθεια. Πλύθηκε, ξυρίστηκε, ντύθηκε κλείδωσε τη πόρτα, μπήκε στο αυτοκίνητο του και ξεκίνησε να βγει από το υπόγειο παρκινγκ της πολυκατοικίας του για μια ακόμη ρουτινιάρικη διαδρομή μέχρι το γραφείο του.

Φθάνοντας στη ράμπα της εξόδου λίγο έλλειψε να τρακάρει με κάποιο άλλο ανθρωποειδές σαν και αυτόν το πρωί, αλλά και βιαστικό μαζί, που διέσχιζε το δρόμο με χίλια. Ευτυχώς τη σκαπούλαρα σκέφτηκε, σηκώνοντας με ανακούφιση το δεξί του πόδι από το φρένο που πατούσε με μίσος και ακουμπώντας ελαφρά το γκάζι για να ξεκινήσει. Ο κάδος του δήμου στα αριστερά του στην έξοδο της ράμπας του παρκινγκ περιόριζε σημαντικά την ορατότητα του. Μα με ποια κριτήρια, πως πόσοι και που, τοποθετούνται οι κάδοι των σκουπιδιών αναρωτήθηκε. Συνήθως βρίσκονται στις εξόδους των παρκινγκ και στις γωνίες των δρόμων. Να έχουν άραγε κάποια σύμβαση οι δήμαρχοι με τους φαναρτζήδες;

Βγήκε διστακτικά στο δρόμο, αλλά το μοιραίον εστί αναπόφευκτον. Ο ίδιος ο κύριος Μέρφυ αυτοπροσώπως με ή χωρίς το νόμο του. Το μπαμ που του πήρε τα αυτιά, το ακολούθησε ο θόρυβος των λαμαρίνων που τσαλακώνονταν άτσαλα. Τα στριγκλίσματα των φρένων δεν πρόλαβε να τα ακούσει. Ένοιωσε τη κοιλιά του να ασφυκτιά από το αναιδές σφίξιμο της ζώνης που συνήθιζε πάντα να φορά. Η κυρία ή δεσποινίς που οδηγούσε το θηριώδες 4Χ4 πετάχτηκε σαν αίλουρος από αυτό και στεκόταν στο δρόμο όρθια έξω από το παράθυρο του λούζοντας τον με διάφορα γαλλικά και κοσμητικά, που δεν ταίριαζαν καθόλου με την καταπληκτική σωματική της εμφάνιση. Ο Αντρέας παρά τη σύγχυση του και μένοντας αποσβολωμένος στο αμάξι κρατώντας σφιχτά ακόμη το τιμόνι στα χέρια του πρόλαβε να δει ένα ξανθό κεφάλι με ένα θεϊκό κορμί αλλά με ένα τόσο βρώμικο στόμα. Ίσως, ότι συνήθως έμπαινε σε αυτό, τώρα έβγαινε, σκέφτηκε. Η σκέψη αυτή τον χαλάρωσε και βγάζοντας την ζώνη άνοιξε τη στραπατσαρισμένη πόρτα του αμαξιού του. Και τότε αντίκρυσε και τα υπόλοιπα. Ένα αποκαλυπτικό μίνι που δεν έκρυβε διόλου ένα ζευγάρι υπέροχα πόδια που φώλιαζαν αισθαντικά σε ψηλοτάκουνες δερμάτινες μπότες. Επτάμισυ η ώρα το πρωί, σαν να πήγαινε σε μπαρ, ή μήπως γύριζε;

Με δυσκολία κράτησε ανοιχτή τη ταλαιπωρημένη πόρτα και κατάφερε να ορθώσει το πληθωρικό, ως προς το πλάτος μόνο, ανάστημα του απέναντι στον ξανθό αυτό δαίμονα που του έτυχε πρωινιάτικα και δεν έκλεινε με τίποτε το στόμα του. Συγγνώμη δεν σας είδα προσπάθησε να ψελλίσει. Τι δεν με είδες ρε μ.. Αλλά απότομα σταμάτησε τη φράση της στη μέση γουρλώνοντας άκομψα τα ωραία της μάτια στη κατεύθυνση των ποδιών του. Έμεινε ακίνητη για κάμποσα δευτερόλεπτα σταματώντας ευτυχώς τον εξάψαλμο της και ξέσπασε σε γέλια. Ο Αντρέας ανακουφισμένος με τη ξαφνική αλλαγή της προσπάθησε να ακολουθήσει το στόχο του βλέμματος της και πηγή της μεγάλης αλλαγής. Έστρεψε και αυτός το βλέμμα του προς τα κάτω και ρουφώντας προς τα μέσα το πλούσιο στομάχι του προσπάθησε να ανακαλύψει την αιτία της έκπληξης της αδιάντροπης και θρασείας θεάς. Και είδε. Το αριστερό του παπούτσι μαύρο παντοφλέ και το δεξί καφέ με κορδόνι. Ο αντικειμενικός προσεκτικός παρατηρητής ανεπηρέαστος από τα γεγονότα και τη σύγχυση των τελευταίων λεπτών θα διέκρινε επίσης μια άσπρη κάλτσα που συνόδευε το μαύρο παπούτσι και μία μαύρη με άσπρα πουά το καφέ. Αμήχανος και αρκετά προσβεβλημένος σήκωσε τα μάτια του προς το ωραίο πρόσωπο της κυρίας, τη στιγμή, που κάποιοι αποκλεισμένοι στα αυτοκίνητα τους, αλλά και φίλαθλοι των δρόμων κορνάριζαν δαιμονιωδώς.

Το γέλιο του έφερνε δάκρυα, καθώς διηγιόνταν στη μελαχρινή γκαρσόνα τη πρωινή του περιπέτεια. Είχε ήδη μετακινηθεί σε ένα σκαμπό στο μπαρ και είχε αντικαταστήσει το φραπέ με το πρώτο ουίσκι της ημέρας. Είχε αποφασίσει να ακυρώσει το επόμενο ραντεβού του. Τα δέκα χιλιάρικα του πρώτου του αρκούσαν για σήμερα. Έκανε τη μικρή του επανάσταση. Για λίγες ώρες θα έπαυε να είναι αιχμάλωτος των χρημάτων. Η κοπέλα τον κοίταζε αποσβολωμένη αδυνατώντας να τον παρακολουθήσει πλήρως στις διηγήσεις του. Δεν ήξερε αν θα έπρεπε να κλάψει ή να γελάσει. Να τον συμπονέσει ή να τον λοιδορήσει. Η εμπιστοσύνη που της έδειχνε τη προβλημάτιζε. Δεν μιλούσε ακόμη το ουίσκι, αλλά ο φραπές. Άλλωστε ήταν μόνο στο πρώτο. Σιγά σιγά άρχισε να τον βλέπει με άλλο μάτι. Δεν ήταν λύπηση, ούτε χλεύη. Κάποιο απροσδιόριστο συναίσθημα στο οποίο δεν ταίριαζε ούτε η συμπάθεια.

Ο Αντρέας τελείωσε την αναφορά στις πρωινές του περιπέτειες μαζί με το άδειασμα του ποτηριού του. Παράγγειλε ένα ακόμη για τον εαυτό του και θέλησε να κεράσει και τη κοπέλα. Αυτή αρνήθηκε ευγενικά, άλλωστε ήταν ακόμη μεσημέρι και είχε ακόμη πολύ χρόνο μπροστά της μέχρι το τέλος του μεροκάματου. Αισθάνθηκε αμήχανα εισπράττοντας την άρνηση της, αλλά δεν το έβαλα κάτω επιμένοντας άγαρμπα και προσβλητικά. Η κοπέλα πικράθηκε. Τα συναισθήματα της για αυτόν άλλαξαν άρδην. Η συμπόνια που δεν ήταν συμπόνια, η συμπάθεια που δεν ήταν συμπάθεια και η χλεύη που δεν ήταν χλεύη, έγιναν μίσος. Το απροσδιόριστο προσδιορίσθηκε και γύρισε και του είπε. «Αν, νομίζεις ότι το εγώ σου είναι σημαντικότερο από τη δική μου ζωή, τότε καλά θα έκανες να αναζητήσεις το ταίρι του παπουτσιού σου στη παπουτσοθήκη του σπιτιού σου, φίλε μου»

Δεν υπάρχουν σχόλια: