Τὰ δάκρυα ποὺ στὰ μάτια μας
θὰ δεῖτε ν᾿ ἀναβρύζουν
ποτὲ μὴν τὰ πιστέψετε
απελπισιᾶς σημάδια.

Ὑπόσχεση εἶναι μοναχὰ
γι᾿ Ἀγώνα ὑπόσχεση.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΝΑΓΟΥΛΗΣ

Τρίτη 15 Ιουλίου 2008

Ένα γράμμα που δεν στάλθηκε ποτέ

Σε είδα πάλι χθες το απόγευμα την ώρα του δειλινού να περνάς . Το ίδιο σιωπηλή και απρόσιτη , όπως πάντα. Κοντοστάθηκες κάτω από το μπαλκόνι του ξενοδοχείου, γυρίζοντας μου τη πλάτη. Έκατσες απέναντι μου στο πεζούλι της παραλίας κοιτάζοντας τη ρόδινη γραμμή που ο ήλιος άφηνε στην επιφάνεια της θάλασσας, την ώρα που ετοιμάζονταν να κοιμηθεί εκεί μακριά στο τέρμα του απέραντου γαλάζιου. Ίσως να σε συγκινούσαν και οι βαρκούλες που διέσχιζαν εγκάρσια τη γραμμή, που την έκαναν να μοιάζει περισσότερο με φωτιά καθώς κουνούσαν το νερό. Δεν διέκρινα σημάδια των σκέψεων σου, ούτε κάποιες κινήσεις σου, που να φανερώνουν στιγμές συγκίνησης. Η μοναξιά σου μέσα στην απόλυτη σιωπή. Κι εγώ τρία μέτρα ποιο πάνω σου να προσπαθώ να σε καταλάβω. Τώρα η γραμμή της φωτιάς έχει γίνει κόκκινη. Ανάμεσα στον ήλιο που δύει και σε μένα ένα κορίτσι μοναχικό, που τα ξανθιά μαλλιά του παίρνουν όσο φως έχει απομείνει από τον ήλιο.

Η γραμμή που μας ένωνε φεύγει. Ο ήλιος χάνεται στο τέλος της θάλασσας και η κόκκινη γραμμή στεφανώνει πια το νησάκι στο βάθος του κόλπου. Αν μπορούσα να δω τα μάτια σου!! Μένω με την εικόνα του ήλιου που πριν πεθάνει σε αγκαλιάζει. Αγάπη μου με απατάς πριν με γνωρίσεις με τα στοιχειά της φύσης. Γίνεσαι μπροστά μου όραμα και οπτασία και σε κλέβουν μέσα από την αγκαλιά μου. Αγκαλιά που δεν γνώρισες και μάλλον η δειλία μου σου απαγορεύει να τη γνωρίσεις.

Η νύχτα σιγά σιγά πέφτει. Τα φώτα της πόλης σμίγουν με το νερό. Κι εσύ σταθερή στο πόστο σου λίγα μέτρα μακριά μου, κοντά στο νερό και με τα φώτα πίσω σου και μπροστά σου. Στο σκοτάδι η μορφή σου δεν χάνεται. Το στοιχειό που αναγνωρίζω στην ύπαρξη σου δεν κρύβεται μόλις πέφτει το σκοτάδι. Δεν λειτουργείς σαν τις οπτασίες των ονείρων μου. Είσαι ακόμη εκεί μπροστά μου ζωντανή αν και βλέπω μόνο το πίσω μέρος σου. Και τι δεν θα δινα να γυρίσεις να δω το πρόσωπο σου. Το φεγγάρι δεν είχε ακόμη βγει. Σε αυτό έλπιζα για να γυρίσεις να το δεις και να με δεις.

Και το φεγγάρι ανέτειλε πίσω μου. Ήταν αδύνατο να το δω αφού το έκρυβε ο όγκος του ξενοδοχείου μου. Θα έπρεπε να περιμένω τουλάχιστον μια ώρα για να μπορέσω να το αντικρύσω. Ίσως αυτή την ώρα περίμενες κι εσύ για να γυρίσεις. Και όταν το φεγγάρι του Αυγούστου ξεπρόβαλε πάνω μου και με έλουσε το φως του, γύρισες. Θέλω να πιστεύω, ότι μαζί με το φεγγάρι είδες κι εμένα. Ποιος ξέρει; Σημάδι σου δεν πήρα. Τα ξανθά σου μαλλιά έκρυβαν το πρόσωπο σου. Έτσι λουσμένη στο φως της Πανσελήνου μου θύμισες της νεράιδες που φανταζόμουνα παιδί όταν άκουγα τα παραμύθια των γιαγιάδων.

Και όπως ήλθες έφυγες. Το ίδιο σιωπηλά και αθόρυβα. Με ένα αέρινο περπάτημα και μια αδιόρατη κίνηση του κεφαλιού για να διώξεις τα μαλλιά από το πρόσωπο σου. Μπήκες στο αυτοκίνητο, με το οποίο προφανώς είχες έλθει, κι εγώ δεν το είχα προσέξει. Για κλάσματα του δευτερολέπτου είδα το πρόσωπο σου. Το είδα πραγματικά; ή νόμισα ότι το είδα; Δεν ξέρω ποιο από τα δυο ισχύει. Ήσουν ίδια η νεράιδα των ονείρων μου και των παιδικών αναμνήσεων μου. Και τώρα μου φεύγεις, πριν προλάβω να σου εκμυστηρευτώ τον έρωτα μου και να σε αποχαιρετήσω με ένα φιλί. Ανεκπλήρωτοι πόθοι. Επιθυμίες που μείναν όνειρα για να με συντροφεύουν στις στιγμές της δικιάς μου μοναξιάς. Αντίο αγάπη μου.


Το πιστόλι με σημαδεύει. Δεν είμαι καλός στο να περιγράφω αμερικάνικα διιηγήματα. Απέχω πολύ από τον Ρέιμοντ Τσάντλερ, αλλά τη σκοτεινή τρύπα της κάνης την είδα, όπως και είδα τη φλόγα μαζί με αυτό που ερχόταν με ταχύτητα στο μέτωπο μου, και προσπαθούσε να σβήσει τον έρωτα μου. Αλλά μπορεί να πεθάνει ο έρωτας;