Τὰ δάκρυα ποὺ στὰ μάτια μας
θὰ δεῖτε ν᾿ ἀναβρύζουν
ποτὲ μὴν τὰ πιστέψετε
απελπισιᾶς σημάδια.

Ὑπόσχεση εἶναι μοναχὰ
γι᾿ Ἀγώνα ὑπόσχεση.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΝΑΓΟΥΛΗΣ

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2008

Οι Φυλακισμένοι

Ο Άγγελος εκείνο το πρωί ξύπνησε νωρίς. Το ρολόι στο κομοδίνο του έδειχνε έξι. Δεν είχε ξημερώσει ακόμη. Προσπάθησε να αφουγκραστεί τους ήχους της πόλης που ξυπνά. Δυστυχώς όλη τη μέρα οι ήχοι σε μια πόλη σαν την Αθήνα είναι πάντα οι ίδιοι. Απλά διαφέρει η ένταση και η διάρκεια και περιορίζονται σε μία μόνο πηγή, τα αυτοκίνητα. Ακόμα και αυτό το χειμωνιάτικο πρωινό Κυριακής είναι αδύνατον οι οδηγοί τους να αυτοσυγκρατηθούν.

Το ξύπνημα για τον Άγγελο δεν αποτελεί κανενός είδους ιεροτελεστία. Τουαλέτα, καφές, τσιγάρο. Το μεγαλείο της συνήθειας και του καταναγκασμού. Κενό στο μυαλό και στη ψυχή. Οι στιγμές αμέσως μετά το ξύπνημα του θυμίζουν το τίποτα της παρουσίας του. Δεν σκέφτεται, δεν προβληματίζεται δεν αισθάνεται. Σαν τα παλιά αυτοκίνητα που τα κρύα πρωινά του Χειμώνα έπρεπε να ζεσταθούν για να ξεκινήσουν.

Έκανε προσπάθεια για να θυμηθεί τα χθεσινοβραδινά. Ή μήπως η μέρα του σταμάτησε το απόγευμα; Άστο σκέφτηκε θα ασχοληθώ αργότερα , όταν πραγματικά ξυπνήσει και το μυαλό μου. Το ένοιωσε ακρωτηριασμένο. Ο κρύος αέρας της χειμωνιάτικης Αθήνας πιρούνιασε το σώμα του αλλά δεν ξύπνησε τις αισθήσεις του, όταν βγήκε έξω. Το ποδήλατο του τον περίμενε και αυτό σιωπηλό και κλειδωμένο στο παρκινγκ της πολυκατοικίας του.

Τη Κυριακή την έχει αφιερώσει , εδώ και πολλά χρόνια στην εξερεύνηση του βουνού της περιοχής του. Κάθε Κυριακή πρωί είτε με το ποδήλατο του είτε με τα πόδια ξαναανακαλύπτει τα μονοπάτια και τη φύση. Προσπαθεί να ανακαλύψει τη χαμένη του ευαισθησία και το ρομαντισμό του. Προσπαθεί να γίνει μέρος της βιοποικιλίας του βουνού. Προσπαθεί να ξεχάσει. Οι φίλοι του τούτη την ώρα θα κοιμούνται ακόμη. Θα ξυπνήσουν αργά και θα επισκεφτούν τη καφετέρια – στέκι τους για να καταπιαστούν με τη πολιτική επιπέδου DVD και με τα αθλητικά επιπέδου χούλιγκαν. Κάποτε αυτά εξέφραζαν και τον ίδιο. Αλλά τώρα;

Μετά τα πρώτα μέτρα της διαδρομής του άρχισε να αποκαθίσταται η πνευματική του διαύγεια. Οι αισθήσεις του αρχίζουν να λειτουργούν. Το μυαλό του σιγά- σιγά ξυπνά. Ο καφές, το κρύο, η άθληση ή η προσμονή της ενσωμάτωσης του στη φύση είναι υπεύθυνα για αυτό; Η πόλη τελειώνει και μαζί με αυτή οι ήχοι των αυτοκινήτων σε λίγο. Το μονοπάτι που επέλεξε να ακολουθήσει σήμερα εκτός από ανηφορικό είναι και δύσβατο. Δεν μετανιώνει το πολύ- πολύ να κατέβει από το ποδήλατο και να συνεχίσει με τα πόδια. Το έχει ξανακάνει.

Τον σκύλο δεν τον πρόσεξε καθόλου. Αισθάνθηκε μόνο το δάγκωμα του στο πίσω μέρος του ποδιού του. Ο Κύριος του έτρεξε προς το μέρος του ψελλίζοντας συγγνώμες. Ο Άγγελος δεν θέλησε να χαλάσει τη μέρα του με το συμβάν, αρκέσθηκε στη διαβεβαίωση του ιδιοκτήτη του σκύλου ότι αυτός ήταν εμβολιασμένος. Σκούπισε με το χαρτομάντιλο του το αίμα που έτρεχε από το πόδι του. Όλοι οι φυλακισμένοι βγήκαν σήμερα βόλτα στο βουνό σκέφτηκε. Τον ενόχλησε η δουλικότητα και οι δικαιολογίες του Κύριου-Δεσμοφύλακα του ζώου, μα δεν αντέδρασε. Η μέρα μου στο βουνό θα συνεχιστεί , αποφάσισε με καινούργια συντροφιά το πόνο στο πόδι. Τουλάχιστον είναι καλύτερος από το πόνο στη ψυχή.

Κάλυψε τα πρώτα χιλιόμετρα της διαδρομής μέσα στο δάσος άλλοτε ποδηλατώντας και άλλοτε περπατώντας. Εκτός από τα πόδια γύμναζε και τα χέρια αφού στη μισή τουλάχιστον διαδρομή ήταν αναγκασμένος να κουβαλά το ποδήλατο στη πλάτη. Μα δεν βαρυγκωμούσε. Η ησυχία του δάσους και η απόλυτη ταύτιση του με τη φύση τον παρηγορούσε. Τα δέντρα και τα πουλιά του μιλούσαν και απάλυναν τη κούραση του. Η πέρδικα που τον είδε μάζεψε τα περδικόπουλα και εξαφανίστηκε. Είχε φαίνεται ταυτίσει τον άνθρωπο με τη κακία. Αυτή τουλάχιστον δεν ήταν ούτε αισθανόταν φυλακισμένη. Το πολύ-πολύ να κατέληγε σε κάποιο τραπέζι σαν έδεσμα αν έπεφτε στα δίκτυα κάποιου αδίστακτου δολοφόνου. Αλλά αυτό δεν το ήξερε και δεν έπρεπε να το μάθει.

Η κούραση αλλά και ο πόνος στο πόδι τον ανάγκασε να σταματήσει για να ξαποστάσει. Έκανε μεγάλη προσπάθεια να μην ανάψει τσιγάρο. Πάντα κουβαλούσε μαζί του στο σακίδιο του τα τσιγάρα μαζί με το απαραίτητο νερό και ξηρά τροφή. Κάθισε σε μια πέτρα. Έμοιαζε με πολυθρόνα. Πρωτόγονη πολυθρόνα. Αναρωτήθηκε πόσοι άλλοι και από πόσο καιρό πριν την έχουν χρησιμοποιήσει για τον ίδιο με αυτόν λόγο. Πόσα κουρασμένα σώματα και φυλακισμένες ψυχές έχει φιλοξενήσει; Δεν ένοιωθε τον εαυτό του ικανό να συνεχίσει την ανάβαση, θα έπρεπε να αλλάξει πορεία. Οι επιλογές του ήταν δύο. Ή να γυρίσει από τον δρόμο που ήλθε ή να επιστρέψει από το πρόσφατα καμένο τμήμα του βουνού. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Το μονοπάτι από το οποίο ανέβηκε του προξενούσε τρόμο. Ο φυλακισμένος σκύλος ήταν ακόμη εκεί; Κι αν ήταν και συνέχιζε να απολαμβάνει τις λίγες στιγμές ελευθερίας του δαγκώνοντας ότι κουνιόταν στο διάβα του ; Από την άλλη δεν ήθελε να αντικρύσει αυτό που άφησε πίσω της η λαίλαπα της φωτιάς το καλοκαίρι στη περιοχή. Καταράστηκε το Προμηθέα. Λοιδόρησε τους ανθρώπους. Είναι δυνατόν σκέφτηκε οι φυλακισμένοι να μην θέλουν την ελευθερία τους; Είναι δυνατόν να αγωνίζονται να επεκτείνουν τις φυλακές τους;

Ο φόβος τον ανάγκασε να επιλέξει τη δεύτερη διαδρομή. Μετά τη φωτιά δεν είχε τα ψυχικά αποθέματα να επισκεφθεί τη περιοχή. Ένοιωθε ότι θα πονούσε ψυχικά. Αλλά τελικά προτίμησε τον πόνο της ψυχής από το πόνο του σώματος. Η διαδρομή ήταν εύκολη για να τη πραγματοποιήσει ποδηλατώντας. Ξεκίνησε διστακτικά. Έβλεπε το καμένο δάσος από μακριά και πιανόταν η ψυχή του. Άρχισε να νοιώθει άσκημα. Σιγά-σιγά το πράσινο παραχωρούσε τη θέση του στο μαύρο. Μια μαυρίλα που κάλυπτε τις αισθήσεις και πλάκωνε τη καρδιά του φυλακισμένου εαυτού του. Όχι εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους φυλακισμένους φώναξε δυνατά στο καμένο δάσος. Εγώ έχω μάθει να σκέπτομαι και κανένας δεν είναι ικανός να φυλακίσει το μυαλό μου.

Τα δένδρα έχουν ψυχή ; Αναρωτήθηκε . Και αν έχουν που άραγε να βρίσκεται τώρα η ψυχή τους; Κάηκαν, ψόφησαν ή πέθαναν; Μήπως δολοφονήθηκαν και μαζί με αυτά και οι δικές μας ζωές; Ποδηλατούσε γρήγορα , αλλά παράλληλα παρατηρούσε. Ήταν μια διαδρομή που την ήξερε καλά αφού την είχε επανειλημμένα περπατήσει, τρέξει και ποδηλατήσει. Αλλά τώρα τίποτε δεν του θύμιζε το παρελθόν. Τα πεύκα έμοιαζαν με όρθια κάρβουνα που περίμεναν στη σειρά τα ειδικά συνεργεία για να αξιοποιηθούν στα αντιπλημμυρικά έργα. Τρομάρα μας. Κάποια ήδη είχαν αξιοποιηθεί. Το δυστύχημα για τους ανθρώπους είναι ότι ακολουθούν και προσαρμόζονται στο αιτιατό . Το αίτιο το παρακάμπτουν, δεν υπάρχει για αυτούς.

Η κούραση και ο πόνος τον ανάγκασαν να σταματήσει για δεύτερη φορά. Ήπιε δυο γουλιές νερό και έπλυνε τη πληγή του. Κάθισε σε μια μαύρη πέτρα. Πόσες φορές άραγε αυτή η πέτρα να είχε δει παρόμοιες συμφορές; Πήγε να ακουμπήσει κάτω το σάκο του και τότε τις είδε. Δύο χελώνες ή μάλλον δυό άδεια μαυρισμένα καβούκια το ένα δίπλα στο άλλο. Τα καβούκια άδεια τον κοίταζαν περιπαιχτικά. Τα ένοιωσε να τον κοροϊδεύουν. Τα άκουσε να το μιλούν. Αυτά δεν έκλαιγαν ο Άγγελος έκλαιγε. Ποιος ξέρει αν η καταστροφή βρήκε τις χελώνες κατά τη διάρκεια της ερωτικής τους πράξης; Ποιος ξέρει αν η φωτιά κατάστρεψε το μεγαλείο της τελετουργίας του ερωτισμού; Η κορύφωση της σεξουαλικής τους δραστηριότητας ήλθε μαζί με τη κορύφωση του δράματος; Και τότε άκουσε να του μιλούν.

Άνθρωπε , αναρωτήθηκες ποιος μας δολοφόνησε ; Αναρωτήθηκες αν η απληστία σας , των φυλακισμένων που αποζητούν με μανία περισσότερες φυλακές, φταίει που όσα ζωντανά της φύσης δεν τα αιχμαλωτίσατε, για να τα χρησιμοποιήσετε σαν δούλους και παιχνίδια για τις ελεύθερες ώρες σας, τα έκανε πτώματα; Αναρωτήθηκες ποιος έχει σειρά μετά από εμάς; Οι νεκροί χαιρετούν το μελλοθάνατο.

1 σχόλιο:

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ είπε...

Το διήγημά σου έχει πολλές αρετές.
Πέραν της οικολογικής ευαισθησίας, περιλαμβάνει και μια ευγενική, αν
θρώπινη ανησυχία για τα συμβαίνον
τα.
Καλέ μου φίλε. Μου άρεσε. Εύγε.