Θαλασσοταραχή, σύννεφα και κεραυνοί σκέψεων και λογισμών
Τα αφρισμένα κύματα ενοχλούν τα βράχια που ήσυχα ήσυχα λιάζονται στην άκρη της παραλίας. Οι βράχοι πονάνε από αυτό το παίδεμα αιώνων που ασταμάτητα υφίστανται. Το μαρτύριο τους μοιάζει να μην έχει αρχή , ούτε τέλος. Μάλλον όμως τέλος υπάρχει, αφού κάποια στιγμή σε κάποιο μη ορατό μέλλον τα βράχια θα γίνουν άμμος και τα κύματα θα την πάρουν μαζί τους στο πέλαγος. Τα κύματα ολοκλήρωσαν το έργο τους και τα βράχια μεταμορφωμένα ποια σε άμμο έφθασε η στιγμή να ξεκουραστούν επί τέλους στο βυθό της θάλασσας.
Ο Αέρας έρχεται δυνατός. Μαζί του πλησιάζουν απειλητικά και τα σύννεφα. Ο ήλιος κρύβεται, η θάλασσα ανταριάζει. Ο Άγγελος προσπαθεί να ανάψει τσιγάρο, αλλά μάταια. Ο αναπτήρας φαίνεται να αγνοεί το λόγο της κατασκευής του ή μάλλον ο αέρας που τώρα ποιά έχει δυναμώσει αρκετά τον εμποδίζει να επιτελέσει το έργο για το οποίο προορίζεται. Πίνεται όμως ο καφές που έχει παραγγείλει χωρίς ούτε ένα τσιγαράκι; Η εύκολη λύση είναι να αφήσει τη θέση του στο μπαλκόνι και να μετακινηθεί στο εσωτερικό της καφετέριας. Μα να χάσει αυτή τη μαγεία που τον περικυκλώνει μέσα στην αγκαλιά των στοιχειών της φύσης; Αμαρτία σκέφτεται. Προσβολή των αισθήσεων. «Θα μείνω εδώ στο κέντρο της αναταραχής της φύσης, έστω και χωρίς τσιγάρο.» Το βουητό του αέρα των συνεπαίρνει. Σε λίγο αρχίζουν και τα μπουμπουνητά. Η υγρασία και το κρύο αρχίζουν να γίνονται αντιληπτά. Η ομορφιά νικά την ισχύ. Σε λίγο η γεωμετρία των αισθήσεων θα φθάσει στη κορύφωση της.
Το κρύο τσουχτερό, παρά την εποχή, τον πιρουνιάζει και φθάνει μέχρι το μυαλό του. Αγγίζει και τη ψυχή του. Σκύβει ξεφυσώντας πασχίζοντας με την ανάσα του να ζεστάνει τη ψυχή του. Και ήταν μόνο μια συνηθισμένη φθινοπωρινή μπόρα, που μόλις άρχιζε. Βρέχεται αλλά παραμένει στη θέση του στο μπαλκόνι και χωρίς τσιγάρο. Και αν το είχε ανάψει; Δεν θα προλάβαινε να τραβήξει ούτε μία ρουφηξιά. Το νερό της βροχής τον μαστιγώνει ανελέητα. Το νερό της θάλασσας κάτω του δεν τον αγγίζει. Αυτό έχει βρει τα βράχια για θύμα του. Τα νερά ενώνονται. Ουρανός και Γη. Αυτός μόλις έχει χωρίσει Η Νέλλη του είπε κατάμουτρα ότι είναι ρατσιστής και μισογύνης και τον έδιωξε από το κοινό τους σπίτι. Ρατσιστής και μισογύνης αυτός; Αυτός ό τόσο ευαίσθητος άνθρωπος να δέχεται τα πυρά από τον μοναδικό άνθρωπο που αγάπησε τρελά;
Η παραμονή του στο μπαλκόνι έχει αρχίσει να γίνεται επώδυνη. Κρύο, υγρασία, βροχή, μπουμπουνητά, κύματα. Αλλά που να πάει; Το σπίτι του είναι η φύση και η καφετέρια το καθιστικό του. Όλη η περιουσία του στο πορτ παγκαζ του αυτοκινήτου του, κάπου έξω παρκαρισμένο. Και ιδού ο ρατσισμός του, η μοναξιά του. Δεν σκέπτεται να εγκαταλείψει αυτό το ονειρεμένο μέρος στο οποίο βρέθηκε τυχαία ξορκίζοντας τις εμμονές και τους εφιάλτες του. Δεν σκέφτεται να ανταλλάξει την ομορφιά με την ησυχία. Δεν υπολογίζει τι θα πουν οι άλλοι έστω και αν είναι πολυαγαπημένοι. Η Νέλλη τον κατηγορούσε για μισογυνισμό στις στιγμές των μοναχικών του αποδράσεων. Είναι αλήθεια βέβαια ότι ήταν πολλές. Αλλά οι ιδέες δεν είναι μέταλλα να τις ηλεκτροσυγκολλήσεις για χάριν μιας συμβατικής συμβίωσης. Οι πρόσκαιρες αποδράσεις του, αποτελούν εργαλεία αυτογνωσίας και αναζητήσεων του εαυτού του και δυναμώνουν τη συμμετοχή του στις σχέσεις του. Τις οποιεσδήποτε σχέσεις του.
Τα δευτερόλεπτα περνούν και δεν ξαναγυρίζουν και τον οδηγούν στη καρδιά της καταιγίδας. Περνούν χωρίς νόστο, χωρίς πόθο, αλλά με πάθος. Η φύση δεν εκδίδει αποδείξεις. Τις αποδείξεις τις χρειάζονται οι λογιστές. Η φύση είναι ένα αδιάκοπο παιχνίδι γέννησης, ζωής και θανάτου, χωρίς ληξιαρχικές πράξεις και εγγραφές σε βιβλία. Είναι ένα παιχνίδι μνήμης αλλά και λήθης. Ένα παιχνίδι μιας καλόδεχτης δημιουργίας, αλλά και ενός μη επιθυμητού τέλους. Η φύση προκαλεί και προκαλείται. Καταστρέφεται και αντιδρά. Αυτοπροστατεύεται και τιμωρεί. Όπως τώρα που οι κεραυνοί της φύσης-θεού κυνηγούν να κάψουν τις χίμαιρες τους.
Ένα καΐκι πλησιάζει μέσα στη καταιγίδα. Έρχεται να προφυλαχθεί στο μικρό λιμάνι, παίζοντας με τα κύματα. Του θυμίζει τον πίνακα στο σαλόνι του πατρικού του. Βυθίζεται και ανεβαίνει συνέχεια. Όταν ήταν μικρός ο πίνακας αυτός ήταν το καταφύγιο του στις βαρετές συνάξεις φίλων, συγγενών και γειτόνων. Έφευγε μαζί του μακρινά ταξίδια μέσα στα κύματα αγνοώντας τον περίγυρο που καταδυνάστευε το ψυχισμό του. Το καΐκι του πίνακα που βολόδερνε στην ανταριασμένη θάλασσα οδηγούσε τις ονειροπολήσεις του σε μυστικούς παραδείσους. Οι αποδράσεις του εξαρτώντας από την καταπίεση που αισθάνονταν στα στημένα σκηνικά του καθωσπρεπισμού και της κενότητας που αυτός έφερνε στις σχέσεις των ανθρώπων. Δεν μπορούσε να αποδεχθεί τον εφησυχασμό που έφερνε η συνήθεια.
Τα ρούχα του έχουν κολλήσει πάνω του, από το πολύ νερό που ρουφούσαν λαίμαργα. Τους κεραυνούς δεν τους φοβάται. Αισθάνεται μέρος της φύσης και όχι εχθρός της. Το μπουρίνι δυναμώνει, αλλά μέχρι πότε; Ο λογισμός του ταξιδεύει ανάποδα από το δρομολόγιο του καϊκιού, που μόλις μπήκε στο λιμάνι. Πόσο θα ήθελε να βρίσκονταν στο μικρό νησί απέναντι στο κέντρο της καταιγίδας; Μόνος όπως είναι τώρα παρέα με τις σκέψεις του, αγκαλιάζοντας και υιοθετώντας παγανιστικά σύμβολα και δοξασίες, συνομιλώντας με τα σύννεφα και τους κεραυνούς, προσκυνώντας το μεγαλείο και τη δύναμη της φύσης.
Μέσα στην αντάρα, ένας μικρός αδύναμος και καχεκτικός ήλιος αρχίζει μουδιασμένα να ψιλοφαίνεται παίζοντας κρυφτούλι ανάμεσα στα σύννεφα. Προσπαθεί να δύσει πίσω από το νησί. Θα τα καταφέρει μέσα σε αυτόν το χαλασμό; Και δεν φαίνεται να υπάρχει προοπτική για καλοσύνεμα. Αισθάνθηκε σαν τον Οδυσσέα με τους συντρόφους του, που στο μακρινό ταξίδι της επιστροφής του, έφθασε στο νησί του Ήλιου. Και ο θεός Ήλιος τους τιμώρησε με τη καταιγίδα και τη θαλασσοταραχή που έστειλε για να τους τιμωρήσει , αφού έφαγαν κάποια από τα βόδια που βοσκούσαν οι κόρες του Λαμπετώ και Φωτεινή. Δεν τον τρόμαξαν κι αυτόν ούτε και τα μουγκρητά των γδαρμένων βοδιών πάνω στη σούβλα. Η απόγνωση γεννά ηρωισμό, ο ηρωισμός εξολοθρεύει τη σωφροσύνη.
Ο Θεός Ήλιος. Ποιος ξέρει αν είναι άνδρας ή γυναίκα; Στην Ελληνική μυθολογία, είτε αυτός ήταν κάποιος Τιτάνας είτε ο Δίας, είτε ο Απόλλων ήταν άνδρας. Στην Ιαπωνία και στην Ωκεανία εμφανιζόταν με γυναικεία μορφή. Ο Άγγελος αδυνατούσε να πάρει θέση, άλλωστε είχε ονοματιστεί μισογύνης. Και ο θεός ή η θεά ήλιος τώρα κρυβόταν. Είχε εγκαταλείψει τον Άγγελο, όπως κάποτε τον αυτοκράτορα Ιουλιανό στα βάθη της Φρυγίας. Το τίμημα της εγκατάλειψης ο θάνατος. Ο βασιλιάς Ήλιος δεν συμπεριφέρεται πάντα καλά στους γιούς του. Μα ο Άγγελος δεν είναι γιός του. Αυτός δεν έχει σχέση ούτε με τους δονκιχωτισμούς του Ιουλιανού, ούτε με τους Φαραώ της Αιγύπτου, ούτε με τον Φαέθωντα . Ο Άγγελος αντιλαμβάνεται τον Ήλιο σαν μέρος της φύσης. Και η φύση είναι όλα μαζί αυτά που βιώνει τώρα καθισμένος σε αυτό το μπαλκόνι. Όλα αυτά που υπάρχουν, αλλά και αυτά που πεισματικά κρύβονται.
Το σκοτάδι αρχίζει να πέφτει. Το νερό εξακολουθεί να τον μαστιγώνει αλύπητα. Κάπου ψηλά, πάνω από τα σύννεφα, στην γαλήνη του ουρανού ο Ήλιος παραδίνει τη σκυτάλη στην ερωμένη του Σελήνη. Η φύση αγαπά. Η φύση ερωτεύεται. Η φύση παθιάζεται. Πίσω από την ισχύ η ηρεμία. Πίσω από την καταιγίδα ο έρωτας. Το φως αγκαλιάζει το σκοτάδι. Η ψυχή αγγίζει το θείο. Η απόλυτη πνευματική ηδονή. Το σώμα βασανίζεται από το κρύο και τη βροχή, αλλά το πνεύμα ταξιδεύει πάνω από τα σύννεφα προσπαθώντας να αγγίξει τη τελειότητα. Θα την συναντήσει ποτέ;
Ο Αέρας έρχεται δυνατός. Μαζί του πλησιάζουν απειλητικά και τα σύννεφα. Ο ήλιος κρύβεται, η θάλασσα ανταριάζει. Ο Άγγελος προσπαθεί να ανάψει τσιγάρο, αλλά μάταια. Ο αναπτήρας φαίνεται να αγνοεί το λόγο της κατασκευής του ή μάλλον ο αέρας που τώρα ποιά έχει δυναμώσει αρκετά τον εμποδίζει να επιτελέσει το έργο για το οποίο προορίζεται. Πίνεται όμως ο καφές που έχει παραγγείλει χωρίς ούτε ένα τσιγαράκι; Η εύκολη λύση είναι να αφήσει τη θέση του στο μπαλκόνι και να μετακινηθεί στο εσωτερικό της καφετέριας. Μα να χάσει αυτή τη μαγεία που τον περικυκλώνει μέσα στην αγκαλιά των στοιχειών της φύσης; Αμαρτία σκέφτεται. Προσβολή των αισθήσεων. «Θα μείνω εδώ στο κέντρο της αναταραχής της φύσης, έστω και χωρίς τσιγάρο.» Το βουητό του αέρα των συνεπαίρνει. Σε λίγο αρχίζουν και τα μπουμπουνητά. Η υγρασία και το κρύο αρχίζουν να γίνονται αντιληπτά. Η ομορφιά νικά την ισχύ. Σε λίγο η γεωμετρία των αισθήσεων θα φθάσει στη κορύφωση της.
Το κρύο τσουχτερό, παρά την εποχή, τον πιρουνιάζει και φθάνει μέχρι το μυαλό του. Αγγίζει και τη ψυχή του. Σκύβει ξεφυσώντας πασχίζοντας με την ανάσα του να ζεστάνει τη ψυχή του. Και ήταν μόνο μια συνηθισμένη φθινοπωρινή μπόρα, που μόλις άρχιζε. Βρέχεται αλλά παραμένει στη θέση του στο μπαλκόνι και χωρίς τσιγάρο. Και αν το είχε ανάψει; Δεν θα προλάβαινε να τραβήξει ούτε μία ρουφηξιά. Το νερό της βροχής τον μαστιγώνει ανελέητα. Το νερό της θάλασσας κάτω του δεν τον αγγίζει. Αυτό έχει βρει τα βράχια για θύμα του. Τα νερά ενώνονται. Ουρανός και Γη. Αυτός μόλις έχει χωρίσει Η Νέλλη του είπε κατάμουτρα ότι είναι ρατσιστής και μισογύνης και τον έδιωξε από το κοινό τους σπίτι. Ρατσιστής και μισογύνης αυτός; Αυτός ό τόσο ευαίσθητος άνθρωπος να δέχεται τα πυρά από τον μοναδικό άνθρωπο που αγάπησε τρελά;
Η παραμονή του στο μπαλκόνι έχει αρχίσει να γίνεται επώδυνη. Κρύο, υγρασία, βροχή, μπουμπουνητά, κύματα. Αλλά που να πάει; Το σπίτι του είναι η φύση και η καφετέρια το καθιστικό του. Όλη η περιουσία του στο πορτ παγκαζ του αυτοκινήτου του, κάπου έξω παρκαρισμένο. Και ιδού ο ρατσισμός του, η μοναξιά του. Δεν σκέπτεται να εγκαταλείψει αυτό το ονειρεμένο μέρος στο οποίο βρέθηκε τυχαία ξορκίζοντας τις εμμονές και τους εφιάλτες του. Δεν σκέφτεται να ανταλλάξει την ομορφιά με την ησυχία. Δεν υπολογίζει τι θα πουν οι άλλοι έστω και αν είναι πολυαγαπημένοι. Η Νέλλη τον κατηγορούσε για μισογυνισμό στις στιγμές των μοναχικών του αποδράσεων. Είναι αλήθεια βέβαια ότι ήταν πολλές. Αλλά οι ιδέες δεν είναι μέταλλα να τις ηλεκτροσυγκολλήσεις για χάριν μιας συμβατικής συμβίωσης. Οι πρόσκαιρες αποδράσεις του, αποτελούν εργαλεία αυτογνωσίας και αναζητήσεων του εαυτού του και δυναμώνουν τη συμμετοχή του στις σχέσεις του. Τις οποιεσδήποτε σχέσεις του.
Τα δευτερόλεπτα περνούν και δεν ξαναγυρίζουν και τον οδηγούν στη καρδιά της καταιγίδας. Περνούν χωρίς νόστο, χωρίς πόθο, αλλά με πάθος. Η φύση δεν εκδίδει αποδείξεις. Τις αποδείξεις τις χρειάζονται οι λογιστές. Η φύση είναι ένα αδιάκοπο παιχνίδι γέννησης, ζωής και θανάτου, χωρίς ληξιαρχικές πράξεις και εγγραφές σε βιβλία. Είναι ένα παιχνίδι μνήμης αλλά και λήθης. Ένα παιχνίδι μιας καλόδεχτης δημιουργίας, αλλά και ενός μη επιθυμητού τέλους. Η φύση προκαλεί και προκαλείται. Καταστρέφεται και αντιδρά. Αυτοπροστατεύεται και τιμωρεί. Όπως τώρα που οι κεραυνοί της φύσης-θεού κυνηγούν να κάψουν τις χίμαιρες τους.
Ένα καΐκι πλησιάζει μέσα στη καταιγίδα. Έρχεται να προφυλαχθεί στο μικρό λιμάνι, παίζοντας με τα κύματα. Του θυμίζει τον πίνακα στο σαλόνι του πατρικού του. Βυθίζεται και ανεβαίνει συνέχεια. Όταν ήταν μικρός ο πίνακας αυτός ήταν το καταφύγιο του στις βαρετές συνάξεις φίλων, συγγενών και γειτόνων. Έφευγε μαζί του μακρινά ταξίδια μέσα στα κύματα αγνοώντας τον περίγυρο που καταδυνάστευε το ψυχισμό του. Το καΐκι του πίνακα που βολόδερνε στην ανταριασμένη θάλασσα οδηγούσε τις ονειροπολήσεις του σε μυστικούς παραδείσους. Οι αποδράσεις του εξαρτώντας από την καταπίεση που αισθάνονταν στα στημένα σκηνικά του καθωσπρεπισμού και της κενότητας που αυτός έφερνε στις σχέσεις των ανθρώπων. Δεν μπορούσε να αποδεχθεί τον εφησυχασμό που έφερνε η συνήθεια.
Τα ρούχα του έχουν κολλήσει πάνω του, από το πολύ νερό που ρουφούσαν λαίμαργα. Τους κεραυνούς δεν τους φοβάται. Αισθάνεται μέρος της φύσης και όχι εχθρός της. Το μπουρίνι δυναμώνει, αλλά μέχρι πότε; Ο λογισμός του ταξιδεύει ανάποδα από το δρομολόγιο του καϊκιού, που μόλις μπήκε στο λιμάνι. Πόσο θα ήθελε να βρίσκονταν στο μικρό νησί απέναντι στο κέντρο της καταιγίδας; Μόνος όπως είναι τώρα παρέα με τις σκέψεις του, αγκαλιάζοντας και υιοθετώντας παγανιστικά σύμβολα και δοξασίες, συνομιλώντας με τα σύννεφα και τους κεραυνούς, προσκυνώντας το μεγαλείο και τη δύναμη της φύσης.
Μέσα στην αντάρα, ένας μικρός αδύναμος και καχεκτικός ήλιος αρχίζει μουδιασμένα να ψιλοφαίνεται παίζοντας κρυφτούλι ανάμεσα στα σύννεφα. Προσπαθεί να δύσει πίσω από το νησί. Θα τα καταφέρει μέσα σε αυτόν το χαλασμό; Και δεν φαίνεται να υπάρχει προοπτική για καλοσύνεμα. Αισθάνθηκε σαν τον Οδυσσέα με τους συντρόφους του, που στο μακρινό ταξίδι της επιστροφής του, έφθασε στο νησί του Ήλιου. Και ο θεός Ήλιος τους τιμώρησε με τη καταιγίδα και τη θαλασσοταραχή που έστειλε για να τους τιμωρήσει , αφού έφαγαν κάποια από τα βόδια που βοσκούσαν οι κόρες του Λαμπετώ και Φωτεινή. Δεν τον τρόμαξαν κι αυτόν ούτε και τα μουγκρητά των γδαρμένων βοδιών πάνω στη σούβλα. Η απόγνωση γεννά ηρωισμό, ο ηρωισμός εξολοθρεύει τη σωφροσύνη.
Ο Θεός Ήλιος. Ποιος ξέρει αν είναι άνδρας ή γυναίκα; Στην Ελληνική μυθολογία, είτε αυτός ήταν κάποιος Τιτάνας είτε ο Δίας, είτε ο Απόλλων ήταν άνδρας. Στην Ιαπωνία και στην Ωκεανία εμφανιζόταν με γυναικεία μορφή. Ο Άγγελος αδυνατούσε να πάρει θέση, άλλωστε είχε ονοματιστεί μισογύνης. Και ο θεός ή η θεά ήλιος τώρα κρυβόταν. Είχε εγκαταλείψει τον Άγγελο, όπως κάποτε τον αυτοκράτορα Ιουλιανό στα βάθη της Φρυγίας. Το τίμημα της εγκατάλειψης ο θάνατος. Ο βασιλιάς Ήλιος δεν συμπεριφέρεται πάντα καλά στους γιούς του. Μα ο Άγγελος δεν είναι γιός του. Αυτός δεν έχει σχέση ούτε με τους δονκιχωτισμούς του Ιουλιανού, ούτε με τους Φαραώ της Αιγύπτου, ούτε με τον Φαέθωντα . Ο Άγγελος αντιλαμβάνεται τον Ήλιο σαν μέρος της φύσης. Και η φύση είναι όλα μαζί αυτά που βιώνει τώρα καθισμένος σε αυτό το μπαλκόνι. Όλα αυτά που υπάρχουν, αλλά και αυτά που πεισματικά κρύβονται.
Το σκοτάδι αρχίζει να πέφτει. Το νερό εξακολουθεί να τον μαστιγώνει αλύπητα. Κάπου ψηλά, πάνω από τα σύννεφα, στην γαλήνη του ουρανού ο Ήλιος παραδίνει τη σκυτάλη στην ερωμένη του Σελήνη. Η φύση αγαπά. Η φύση ερωτεύεται. Η φύση παθιάζεται. Πίσω από την ισχύ η ηρεμία. Πίσω από την καταιγίδα ο έρωτας. Το φως αγκαλιάζει το σκοτάδι. Η ψυχή αγγίζει το θείο. Η απόλυτη πνευματική ηδονή. Το σώμα βασανίζεται από το κρύο και τη βροχή, αλλά το πνεύμα ταξιδεύει πάνω από τα σύννεφα προσπαθώντας να αγγίξει τη τελειότητα. Θα την συναντήσει ποτέ;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου