Ένα οικολογικό παραμύθι για μεγάλα παιδιά
Μια φορά κι ένα καιρό, στο ποταμάκι του δάσους κοντά στις πηγές του, ζούσε μια φευγάτη νεράιδα, λίγο αχυρόμυαλη, λίγο ανέραστη, αλλά πολύ αφελής. Η αφέλεια της αποτέλεσμα μιας μη ελεγχόμενης καλοσύνης εκδηλωνόταν σε κάθε περίσταση και σε κάθε κάτοικο ή επισκέπτη του δάσους ζωντανό ή μη. Λειτουργούσε περισσότερο σαν αδέσποτη ύπαρξη παρά σαν το ξωτικό που λειτουργεί με κανόνες έστω μεταφυσικούς. Η αγαθιάρα νεράιδα με το μαγικό ραβδάκι της αντί να στέλνει τα αστεράκια, μεταμορφώνοντας ή σώζοντας ψυχές όπως στα άλλα παραμύθια αυτή προτιμούσε να τα σκορπά παίζοντας στο ποτάμι. Τα έβλεπε να γυαλίζουν στο νερό και να βυθίζονται μέσα του. Πόσες καλές πράξεις αλήθεια σβήστηκαν στο βάθος του νερού: Πόσες φορές αυτές οι μικρές φωτιές έγιναν μεγάλες όταν η μικρή μας νεράιδα έπαιζε με τα αστεράκια της μακριά από το νερό;
Να φανταστείτε ότι όταν η κακιά γιαγιά της κοκκινοσκουφίτσας αποφάσισε να χτίσει το αυθαίρετο σπίτι της στο δάσος η νεράιδα του παραμυθιού μας τη βοήθησε να το ολοκληρώσει κόβοντας δένδρα και μεταφέροντας της υλικά από το ποτάμι. Αφήστε που έπεισε τη κοκκινοσκουφίτσα ότι ένας κακός λύκος , ο οποίος στη πραγματικότητα προσπαθούσε να σώσει το δάσος είχε προσπαθήσει να φάει τη γιαγιά της. Τις προάλλες υποκαθιστώντας το φίδι ενός άλλου παραμυθιού έπεισε τη Χιονάτη να φάει ένα μήλο που της έκατσε στο λαιμό, μόνο που η Χιονάτη στη συνέχεια βρήκε το Παράδεισο στο πρόσωπο του πριγκηπόπουλου αντί να τον χάσει όπως η Εύα. Για το δράμα της Εύας, η νεράιδα μας, όλως παραδόξως δεν φέρει καμιά ευθύνη. Αλλά εξαργυρώνεται με κάτι ο πόνος και η θλίψη των επτά νάνων για το διάστημα που η Χιονάτη βρέθηκε στην ιδιότυπη νεκροφάνεια της; Για την προσφορά της βέβαια αυτή τιμήθηκε από το Ελληνικό Υπουργείο Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων έργων. Στη σεμνή τελετή στην οποία παραβρέθηκε και ο ίδιος ο Υπουργός και πατριώτης της, η ίδια έλαμψε δια της απουσίας της.
Ήταν μια ιδιαίτερη μέρα ή έτσι φαινόταν τουλάχιστον στην αρχή της. Ο ήλιος έλαμπε ποιο ζωηρός από ότι συνήθως, τα πουλιά κελαηδούσαν με μεγαλύτερη θέρμη, τα δέντρα ήταν ποιο πράσινα και το νερό στο ποτάμι ποιο καθαρό. Τα ζώα του δάσους σαρκοφάγα και φυτοφάγα μαζί χαριεντίζονταν και ερωτοτροπούσαν δίπλα στο νερό. Η νεράιδα του παραμυθιού μας καθόταν στην όχθη του ποταμιού και απολάμβανε την ομορφιά της στον καθρέπτη των νερών. «Καθρέπτη καθεπτράκι μου είναι καμία ομορφότερη από μένα;». Αλλά δεν περίμενε να ακούσει απάντηση. Μπορεί και να μην την ήθελε. Μπορεί να ήθελε να παραμείνει ένα ανυποψίαστο μηδενικό χωρίς προβληματισμούς , οράματα και στόχους. Μπορεί να περιφρουρούσε τον ιδιωτικό της χώρο και να μην επέτρεπε ξένες παρεμβάσεις σε αυτόν. Όλα για αυτήν ήταν θέμα στιγμής. Το αύριο δεν την απασχολούσε, αλλά ούτε και το τώρα. Και οι συγκρίσεις φέρνουν προβληματισμούς. Φέρνουν αξιολόγηση, λογοδοσία και έλεγχο και μάλλον υπονοούν κάτι πολύ κακό με κέρδος το τίποτα, όπως ενδόμυχα πίστευε.
Και τότε άρχισε να κλαίει. Με ένα κλάμα γοερό που φανέρωνε πόνο και θλίψη. Ένα κλάμα χωρίς αίτιο και αιτιατό. Ένα κλάμα χωρίς δάκρυα. Σε τίποτε δεν μπορούσε να την επηρεάσει η γιορτή της φύσης που μόλις είχε αρχίσει. Όλα τα στοιχεία της φύσης γιόρταζαν σήμερα, αλλά η χαρά τους δεν την άγγιζε. Ένοιωθε ξένη με το περιβάλλον, ήθελε να ξεφύγει, αλλά να πάει που; Μήπως ήξερε τι υπήρχε πέρα από το δάσος; Η ζωή για αυτήν άρχιζε και τελείωνε εκεί. Τουλάχιστον η κοκκινοσκουφίτσα ζούσε στο χωριό έξω από το δάσος. Η βροχή των συναισθημάτων πίκρας που την έλουσε ξαφνικά μετατράπηκε σύντομα σε καταιγίδα πόνου. Δεν ήξερε τι έπαθε, αλλά δεν την απασχολούσε και το γιατί. Δεν θέλω να ζήσω άλλο φώναξε δυνατά. Δεν θέλω να ζήσω άλλο όπως ζω σήμερα.
Η φωνή που ακούστηκε πίσω της λίγο απόκοσμη, λίγο γλυκιά, μάλλον βροντερή αλλά πολύ ευγενικιά διέκοψε τον θλιμμένο μονόλογο της. «Συγνώμη παρότι σέβομαι την ιερότητα της μοναξιάς σου, διαφωνώ με το συμπέρασμα του διαλογισμού σου, αν είσαι σε θέση να το συζητήσουμε στη διάθεση σου» της είπε ο λύκος που την είχε πλησιάσει από πίσω , αλλά όχι ύπουλα και ούτε με κακή διάθεση. «Υπάρχει αντικειμενική αλήθεια; ή η αλήθεια είναι υποκειμενική συνέχισε χωρίς να περιμένει την άδεια της. Τι κρύβεται πίσω από τις λέξεις που εκστομίζουμε με περισσή ευκολία , αλλά με πολύ λίγη σκέψη;» Η νεράιδα ξαφνιασμένη γύρισε πίσω και αντίκρισε τον περήφανο μοναχόλυκο του δάσους να τη πλησιάζει. Της άρεσε η συντροφιά του αν και συναντιόντουσαν πολύ σπάνια. Ήλθε και ξάπλωσε δίπλα της. Το νερό αγκάλιασε τα πίσω πόδια του και την ουρά του. Τα μάτια του γυάλιζαν όχι από κακία , αλλά από οξυδέρκεια και στοχασμό, ότι ακριβώς έλλειπε από εκείνη. Αυτά τα μάτια τη συγκλόνιζαν και την οδηγούσαν στα μονοπάτια των ονείρων. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι την επηρέαζε. Η αρσενική ή η ζωώδης κυριαρχία.
Μα και ο λύκος έβρισκε σε αυτήν έναν υπομονετικό , αλλά και όμορφο ακροατή των προβληματισμών του, που η αφέλεια της ενέτεινε τη πνευματική γυμναστική του. Αλλά όχι μόνο για αυτόν, αλλά και για εκείνη που τις προσφέρονταν, στις λίγες στιγμές που ήταν μαζί, κάποιες έστω και πρόσκαιρες αναλαμπές στο νου της. Σε άκουσα να αρνείσαι τη ζωή, της είπε με καλοσύνη, γιατί; Τι νομίζεις ότι σου λείπει; Και γιατί δεν ψάχνεις να το βρεις για να συμπληρώσεις τη ζωή σου αντί να την απεμπολείς με αυτό τον τρόπο, χωρίς έστω μια μικρή προσπάθεια; Το νερό στο ποτάμι όταν βρει εμπόδιο , αλλάζει κατεύθυνση και πολλές φορές όταν τα εμπόδια είναι πολλά και δύσκολα, επαναστατεί και πλημμυρίζει. Δεν χάνεται ποτέ και το ποτάμι δεν στερεύει. Η ζωή μας δεν καθορίζεται από το υστέρημα του ψυχισμού μας, αλλά από το περίσσευμα της πνευματικής μας δύναμης.
Η μικρή νεράιδα δεν του απάντησε αμέσως. Χάθηκε στις σκέψεις της. «Μα εγώ είμαι νεράιδα, ένα ξωτικό, χωρίς ξεκάθαρο σκοπό ύπαρξης και προορισμό. Όσο στο χωριό δεν υπήρχαν εφημερίδες και τηλεόραση κάτι θα μπορούσα να προσφέρω κι εγώ στα μικρά παιδιά. Τώρα όμως;» του είπε με πίκρα. «Πάντα υπάρχει κάτι που μπορείς να προσφέρεις. Εσύ μπορείς να γίνεις άνθρωπος και διαμαρτύρεσαι, ενώ εγώ πάντα όμως θα παραμείνω λύκος και δεν μετανιώνω για αυτό. Λειτουργείς με το εγώ σου και όχι με το εμείς. Η φύση είμαστε εμείς. Τα ζώα, τα πουλιά, τα φυτά, οι άνθρωποι και τα ξωτικά. Γεννήθηκες από τη φαντασία των ανθρώπων και ανήκεις σε αυτούς. Εγώ όμως;»
Μα όπως λες , του απάντησε, κι εσύ σαν μέλος της φύσης θα πρέπει να είσαι ισότιμος με τους ανθρώπους. Πρόσεξε, της είπε, ποια είναι η διαφορά μου με τους ανθρώπους. Πες ότι έρχεται εδώ δίπλα μας ένας άνθρωπος και βάζεις απέναντι μας τα τρία γουρουνάκια από τη μία πλευρά και ένα τόνο χρυσάφι από την άλλη. Για πες μου τι θα διάλεγα εγώ και τι ο άνθρωπος; Λες να προτιμούσα εγώ το χρυσάφι και ο άνθρωπος τα γουρουνάκια; Ο προορισμός του καθένα μας είναι προδιαγεγραμμένος από τη μητέρα φύση. Το ζητούμενο για αυτήν είναι η ισορροπία. Οι δεσμεύσεις που αναλαμβάνει ο καθένας μας εξαρτώνται από τον αυτοσεβασμό μας και τον σεβασμό των άλλων και η επαλήθευση της εφαρμογής τους καθορίζουν το μέγεθος της συνέπειας μας. Οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στο ιδεατό και το εφικτό είναι πολύ λεπτές για εμάς τους λύκους. Δυστυχώς για τους ανθρώπους το χρυσάφι τις έχει παχύνει αρκετά.
Μάλλον σε μια σπάνια έκρηξη ευφυΐας η νεράιδα αναρωτήθηκε μονολογώντας, αλλά μάλλον απευθυνόμενη στο λύκο: Μα δεν θέλω να γίνω άνθρωπος. Οι άνθρωποι με αιχμαλώτισαν και με κρατούν δέσμια στη φυλακή της φαντασίας τους, για να με χρησιμοποιούν σαν άλλοθι στα πρώτα στάδια της ζωής τους πριν αλλοτριωθούν τα άδολα όνειρα της παιδικής τους ηλικίας. Σίγουρα έχεις δίκιο, την διέκοψε ο λύκος. Άλλωστε η πράξη δεν διαφωνεί μαζί σου. Και ποιο είναι το αποτέλεσμα; Η ξεδιάντροπη χειραγώγηση του ανθρώπου σε κάθε τι που ξεπερνά τα στενά όρια του βραχυπρόθεσμου συμφέροντος του, τον οδηγεί δυστυχώς στη μοίρα τη δικιά μας. Είμαι μόνος χωρίς αγέλη και δίχως παρέα από όμοιους μου και τώρα κάθομαι και συζητώ με τα ξωτικά του δάσους. Ο κοινωνικός εφησυχασμός τους έχει εξαρθρώσει. Όταν ο άνθρωπος το καταλάβει αυτό θα είναι αργά. Τελικά δεν διαφωνώ μαζί σου για τη τελευταία σου θέση και σε δικαιολογώ απόλυτα που δεν θέλεις να γίνεις άνθρωπος. Οι εμπειρίες που βιώνουμε στο δάσος, μας μαθαίνουν να λειτουργούμε μαθησιακά σε αυτή τη μεγάλη περιπέτεια της ζωής μας.
Είχε αρχίσει να νυχτώνει. Κανένας από τους δυο τους δεν φάνηκε να το έχει καταλάβει. Είχαν σταματήσει από ώρα τη κουβεντούλα και απολάμβαναν την συνύπαρξη των σιωπών τους. Η νεράιδα συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι εδώ και πολύ ώρα το χέρι της χάιδευε το πυκνό σκούρο καφέ, κοκκινωπό τρίχωμα του λύκου, ενώ κρατούσε το μαγικό ραβδάκι της. Μέσα στο σούρουπο ο λύκος πλημμύρισε από τα αστεράκια που εκτοξεύονταν από αυτό. Όταν αυτά ανέβηκαν στον ουρανό για να αντικαταστήσουν τον ήλιο στο πόστο του ο περήφανος μοναχόλυκος του δάσους είχε μεταμορφωθεί σε βασιλιά.
Υ.Γ.1 Ο προσεκτικός αναγνώστης θα διακρίνει στο παραμύθι έναν υποβόσκοντα ρατσισμό και θα έχει δίκιο. Πλην όμως θα πρέπει να αναρωτηθεί πόσες φορές τον συνάντησε και σε πολύ χειρότερη μορφή στη ζωή του και πως αντέδρασε πέραν από τις κατάρες και τα ευχολόγια που ξεστόμισε ξαπλωμένος αναπαυτικά στο καναπέ του σαλονιού του. Προσπαθώ με τον τρόπο μου να αφυπνίσω συνειδήσεις.
Υ.Γ.2 Η σύλληψη της ιδέας για το παραμύθι έγινε κάποια στιγμή της επιχείρησης καθαρισμού του Υμηττού, την ώρα που κουβαλούσα σακούλες με σκουπίδια με το ποδήλατο μου. Η ιδέα ωρίμασε στο παλιό λιμάνι των Χανίων και η συγγραφή ξεκίνησε στη λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας. Συνεχίστηκε στη Πύλο με παρέα ένα ονειρικό ηλιοβασίλεμα με τον ήλιο να σβήνει πίσω από τη Σφακτηρία χαρίζοντας ρόδινες αποχρώσεις στον ουρανό και το νησί, και στο Αθλητικό Κέντρο Χολαργού στο λόφο του Τσακού παρέα με παιδιά που γυμνάζονταν. Ολοκληρώθηκε σπίτι μου παρέα με τη νεράιδα της ζωής μου ακούγοντας μουσική.
Να φανταστείτε ότι όταν η κακιά γιαγιά της κοκκινοσκουφίτσας αποφάσισε να χτίσει το αυθαίρετο σπίτι της στο δάσος η νεράιδα του παραμυθιού μας τη βοήθησε να το ολοκληρώσει κόβοντας δένδρα και μεταφέροντας της υλικά από το ποτάμι. Αφήστε που έπεισε τη κοκκινοσκουφίτσα ότι ένας κακός λύκος , ο οποίος στη πραγματικότητα προσπαθούσε να σώσει το δάσος είχε προσπαθήσει να φάει τη γιαγιά της. Τις προάλλες υποκαθιστώντας το φίδι ενός άλλου παραμυθιού έπεισε τη Χιονάτη να φάει ένα μήλο που της έκατσε στο λαιμό, μόνο που η Χιονάτη στη συνέχεια βρήκε το Παράδεισο στο πρόσωπο του πριγκηπόπουλου αντί να τον χάσει όπως η Εύα. Για το δράμα της Εύας, η νεράιδα μας, όλως παραδόξως δεν φέρει καμιά ευθύνη. Αλλά εξαργυρώνεται με κάτι ο πόνος και η θλίψη των επτά νάνων για το διάστημα που η Χιονάτη βρέθηκε στην ιδιότυπη νεκροφάνεια της; Για την προσφορά της βέβαια αυτή τιμήθηκε από το Ελληνικό Υπουργείο Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων έργων. Στη σεμνή τελετή στην οποία παραβρέθηκε και ο ίδιος ο Υπουργός και πατριώτης της, η ίδια έλαμψε δια της απουσίας της.
Ήταν μια ιδιαίτερη μέρα ή έτσι φαινόταν τουλάχιστον στην αρχή της. Ο ήλιος έλαμπε ποιο ζωηρός από ότι συνήθως, τα πουλιά κελαηδούσαν με μεγαλύτερη θέρμη, τα δέντρα ήταν ποιο πράσινα και το νερό στο ποτάμι ποιο καθαρό. Τα ζώα του δάσους σαρκοφάγα και φυτοφάγα μαζί χαριεντίζονταν και ερωτοτροπούσαν δίπλα στο νερό. Η νεράιδα του παραμυθιού μας καθόταν στην όχθη του ποταμιού και απολάμβανε την ομορφιά της στον καθρέπτη των νερών. «Καθρέπτη καθεπτράκι μου είναι καμία ομορφότερη από μένα;». Αλλά δεν περίμενε να ακούσει απάντηση. Μπορεί και να μην την ήθελε. Μπορεί να ήθελε να παραμείνει ένα ανυποψίαστο μηδενικό χωρίς προβληματισμούς , οράματα και στόχους. Μπορεί να περιφρουρούσε τον ιδιωτικό της χώρο και να μην επέτρεπε ξένες παρεμβάσεις σε αυτόν. Όλα για αυτήν ήταν θέμα στιγμής. Το αύριο δεν την απασχολούσε, αλλά ούτε και το τώρα. Και οι συγκρίσεις φέρνουν προβληματισμούς. Φέρνουν αξιολόγηση, λογοδοσία και έλεγχο και μάλλον υπονοούν κάτι πολύ κακό με κέρδος το τίποτα, όπως ενδόμυχα πίστευε.
Και τότε άρχισε να κλαίει. Με ένα κλάμα γοερό που φανέρωνε πόνο και θλίψη. Ένα κλάμα χωρίς αίτιο και αιτιατό. Ένα κλάμα χωρίς δάκρυα. Σε τίποτε δεν μπορούσε να την επηρεάσει η γιορτή της φύσης που μόλις είχε αρχίσει. Όλα τα στοιχεία της φύσης γιόρταζαν σήμερα, αλλά η χαρά τους δεν την άγγιζε. Ένοιωθε ξένη με το περιβάλλον, ήθελε να ξεφύγει, αλλά να πάει που; Μήπως ήξερε τι υπήρχε πέρα από το δάσος; Η ζωή για αυτήν άρχιζε και τελείωνε εκεί. Τουλάχιστον η κοκκινοσκουφίτσα ζούσε στο χωριό έξω από το δάσος. Η βροχή των συναισθημάτων πίκρας που την έλουσε ξαφνικά μετατράπηκε σύντομα σε καταιγίδα πόνου. Δεν ήξερε τι έπαθε, αλλά δεν την απασχολούσε και το γιατί. Δεν θέλω να ζήσω άλλο φώναξε δυνατά. Δεν θέλω να ζήσω άλλο όπως ζω σήμερα.
Η φωνή που ακούστηκε πίσω της λίγο απόκοσμη, λίγο γλυκιά, μάλλον βροντερή αλλά πολύ ευγενικιά διέκοψε τον θλιμμένο μονόλογο της. «Συγνώμη παρότι σέβομαι την ιερότητα της μοναξιάς σου, διαφωνώ με το συμπέρασμα του διαλογισμού σου, αν είσαι σε θέση να το συζητήσουμε στη διάθεση σου» της είπε ο λύκος που την είχε πλησιάσει από πίσω , αλλά όχι ύπουλα και ούτε με κακή διάθεση. «Υπάρχει αντικειμενική αλήθεια; ή η αλήθεια είναι υποκειμενική συνέχισε χωρίς να περιμένει την άδεια της. Τι κρύβεται πίσω από τις λέξεις που εκστομίζουμε με περισσή ευκολία , αλλά με πολύ λίγη σκέψη;» Η νεράιδα ξαφνιασμένη γύρισε πίσω και αντίκρισε τον περήφανο μοναχόλυκο του δάσους να τη πλησιάζει. Της άρεσε η συντροφιά του αν και συναντιόντουσαν πολύ σπάνια. Ήλθε και ξάπλωσε δίπλα της. Το νερό αγκάλιασε τα πίσω πόδια του και την ουρά του. Τα μάτια του γυάλιζαν όχι από κακία , αλλά από οξυδέρκεια και στοχασμό, ότι ακριβώς έλλειπε από εκείνη. Αυτά τα μάτια τη συγκλόνιζαν και την οδηγούσαν στα μονοπάτια των ονείρων. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι την επηρέαζε. Η αρσενική ή η ζωώδης κυριαρχία.
Μα και ο λύκος έβρισκε σε αυτήν έναν υπομονετικό , αλλά και όμορφο ακροατή των προβληματισμών του, που η αφέλεια της ενέτεινε τη πνευματική γυμναστική του. Αλλά όχι μόνο για αυτόν, αλλά και για εκείνη που τις προσφέρονταν, στις λίγες στιγμές που ήταν μαζί, κάποιες έστω και πρόσκαιρες αναλαμπές στο νου της. Σε άκουσα να αρνείσαι τη ζωή, της είπε με καλοσύνη, γιατί; Τι νομίζεις ότι σου λείπει; Και γιατί δεν ψάχνεις να το βρεις για να συμπληρώσεις τη ζωή σου αντί να την απεμπολείς με αυτό τον τρόπο, χωρίς έστω μια μικρή προσπάθεια; Το νερό στο ποτάμι όταν βρει εμπόδιο , αλλάζει κατεύθυνση και πολλές φορές όταν τα εμπόδια είναι πολλά και δύσκολα, επαναστατεί και πλημμυρίζει. Δεν χάνεται ποτέ και το ποτάμι δεν στερεύει. Η ζωή μας δεν καθορίζεται από το υστέρημα του ψυχισμού μας, αλλά από το περίσσευμα της πνευματικής μας δύναμης.
Η μικρή νεράιδα δεν του απάντησε αμέσως. Χάθηκε στις σκέψεις της. «Μα εγώ είμαι νεράιδα, ένα ξωτικό, χωρίς ξεκάθαρο σκοπό ύπαρξης και προορισμό. Όσο στο χωριό δεν υπήρχαν εφημερίδες και τηλεόραση κάτι θα μπορούσα να προσφέρω κι εγώ στα μικρά παιδιά. Τώρα όμως;» του είπε με πίκρα. «Πάντα υπάρχει κάτι που μπορείς να προσφέρεις. Εσύ μπορείς να γίνεις άνθρωπος και διαμαρτύρεσαι, ενώ εγώ πάντα όμως θα παραμείνω λύκος και δεν μετανιώνω για αυτό. Λειτουργείς με το εγώ σου και όχι με το εμείς. Η φύση είμαστε εμείς. Τα ζώα, τα πουλιά, τα φυτά, οι άνθρωποι και τα ξωτικά. Γεννήθηκες από τη φαντασία των ανθρώπων και ανήκεις σε αυτούς. Εγώ όμως;»
Μα όπως λες , του απάντησε, κι εσύ σαν μέλος της φύσης θα πρέπει να είσαι ισότιμος με τους ανθρώπους. Πρόσεξε, της είπε, ποια είναι η διαφορά μου με τους ανθρώπους. Πες ότι έρχεται εδώ δίπλα μας ένας άνθρωπος και βάζεις απέναντι μας τα τρία γουρουνάκια από τη μία πλευρά και ένα τόνο χρυσάφι από την άλλη. Για πες μου τι θα διάλεγα εγώ και τι ο άνθρωπος; Λες να προτιμούσα εγώ το χρυσάφι και ο άνθρωπος τα γουρουνάκια; Ο προορισμός του καθένα μας είναι προδιαγεγραμμένος από τη μητέρα φύση. Το ζητούμενο για αυτήν είναι η ισορροπία. Οι δεσμεύσεις που αναλαμβάνει ο καθένας μας εξαρτώνται από τον αυτοσεβασμό μας και τον σεβασμό των άλλων και η επαλήθευση της εφαρμογής τους καθορίζουν το μέγεθος της συνέπειας μας. Οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στο ιδεατό και το εφικτό είναι πολύ λεπτές για εμάς τους λύκους. Δυστυχώς για τους ανθρώπους το χρυσάφι τις έχει παχύνει αρκετά.
Μάλλον σε μια σπάνια έκρηξη ευφυΐας η νεράιδα αναρωτήθηκε μονολογώντας, αλλά μάλλον απευθυνόμενη στο λύκο: Μα δεν θέλω να γίνω άνθρωπος. Οι άνθρωποι με αιχμαλώτισαν και με κρατούν δέσμια στη φυλακή της φαντασίας τους, για να με χρησιμοποιούν σαν άλλοθι στα πρώτα στάδια της ζωής τους πριν αλλοτριωθούν τα άδολα όνειρα της παιδικής τους ηλικίας. Σίγουρα έχεις δίκιο, την διέκοψε ο λύκος. Άλλωστε η πράξη δεν διαφωνεί μαζί σου. Και ποιο είναι το αποτέλεσμα; Η ξεδιάντροπη χειραγώγηση του ανθρώπου σε κάθε τι που ξεπερνά τα στενά όρια του βραχυπρόθεσμου συμφέροντος του, τον οδηγεί δυστυχώς στη μοίρα τη δικιά μας. Είμαι μόνος χωρίς αγέλη και δίχως παρέα από όμοιους μου και τώρα κάθομαι και συζητώ με τα ξωτικά του δάσους. Ο κοινωνικός εφησυχασμός τους έχει εξαρθρώσει. Όταν ο άνθρωπος το καταλάβει αυτό θα είναι αργά. Τελικά δεν διαφωνώ μαζί σου για τη τελευταία σου θέση και σε δικαιολογώ απόλυτα που δεν θέλεις να γίνεις άνθρωπος. Οι εμπειρίες που βιώνουμε στο δάσος, μας μαθαίνουν να λειτουργούμε μαθησιακά σε αυτή τη μεγάλη περιπέτεια της ζωής μας.
Είχε αρχίσει να νυχτώνει. Κανένας από τους δυο τους δεν φάνηκε να το έχει καταλάβει. Είχαν σταματήσει από ώρα τη κουβεντούλα και απολάμβαναν την συνύπαρξη των σιωπών τους. Η νεράιδα συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι εδώ και πολύ ώρα το χέρι της χάιδευε το πυκνό σκούρο καφέ, κοκκινωπό τρίχωμα του λύκου, ενώ κρατούσε το μαγικό ραβδάκι της. Μέσα στο σούρουπο ο λύκος πλημμύρισε από τα αστεράκια που εκτοξεύονταν από αυτό. Όταν αυτά ανέβηκαν στον ουρανό για να αντικαταστήσουν τον ήλιο στο πόστο του ο περήφανος μοναχόλυκος του δάσους είχε μεταμορφωθεί σε βασιλιά.
Υ.Γ.1 Ο προσεκτικός αναγνώστης θα διακρίνει στο παραμύθι έναν υποβόσκοντα ρατσισμό και θα έχει δίκιο. Πλην όμως θα πρέπει να αναρωτηθεί πόσες φορές τον συνάντησε και σε πολύ χειρότερη μορφή στη ζωή του και πως αντέδρασε πέραν από τις κατάρες και τα ευχολόγια που ξεστόμισε ξαπλωμένος αναπαυτικά στο καναπέ του σαλονιού του. Προσπαθώ με τον τρόπο μου να αφυπνίσω συνειδήσεις.
Υ.Γ.2 Η σύλληψη της ιδέας για το παραμύθι έγινε κάποια στιγμή της επιχείρησης καθαρισμού του Υμηττού, την ώρα που κουβαλούσα σακούλες με σκουπίδια με το ποδήλατο μου. Η ιδέα ωρίμασε στο παλιό λιμάνι των Χανίων και η συγγραφή ξεκίνησε στη λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας. Συνεχίστηκε στη Πύλο με παρέα ένα ονειρικό ηλιοβασίλεμα με τον ήλιο να σβήνει πίσω από τη Σφακτηρία χαρίζοντας ρόδινες αποχρώσεις στον ουρανό και το νησί, και στο Αθλητικό Κέντρο Χολαργού στο λόφο του Τσακού παρέα με παιδιά που γυμνάζονταν. Ολοκληρώθηκε σπίτι μου παρέα με τη νεράιδα της ζωής μου ακούγοντας μουσική.
Υ.Γ.3 Το παραμύθι είναι αφιερωμένο στο μοναχόλυκο Βόρα που ζει στο Περιβαλλοντικό κέντρο του ΑΡΚΤΟΥΡΟΥ στην Αγραπιδιά Φλώρινας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου