Ψυχολογικό Θρίλερ εσωτερικής αναζήτησης και υπαρξιακών αδιεξόδων
Η πόλη άγνωστη. Οι περιπλανήσεις μου με οδήγησαν σε αυτήν για πρώτη φορά . Το ξενοδοχείο μικρό, αλλά καθαρό. Ποτέ όμως δεν υπήρξε ξενοδοχείο ικανό να με κρατήσει μέσα. Για το παιχνίδι Ολυμπιακός-Ανόρθωση που έδειχνε η τηλεόραση, παιχνίδι ζωής ή θανάτου σύμφωνα με τους ειδικούς αδιαφόρησα. Για τον Κωστάκη που προετοίμαζε το λόγο του για την Διεθνή έκθεση Θεσσαλονίκης γέλασα. Tο Γιώργο που συναντήθηκε με το συμβούλιο των βιομηχάνων Βορείου Ελλάδας τον αγνόησα. Εν πάση περιπτώσει έκλεισα το ραδιόφωνο στο αυτοκίνητο. Η αλήθεια είναι ότι όταν ξεκίνησα να οδηγήσω δεν καθόρισα συγκεκριμένο προορισμό. Όπου και όποτε. Έβαλα ένα cd με μουσική των KWAN . Επέλεξα το Tainted Love. Το τραγούδι τέλειωσε. Φρενάρισα απότομα. Τα λάστιχα στρίγγλισαν. Το τιμόνι έπαιζε στα χέρια μου. Το πεντάλ αντιστεκότανε με διακοπές. Το ABS δούλεψε σκέφτηκα. Καφενείον η ΩΡΑΙΑ ΕΛΛΑΣ είδα.
Η θέση πάρκιγκ μπροστά στο καφενέ με περίμενε, αλλά εγώ αδιαφόρησα. Και αν καθόμουνα πρώτο τραπέζι πίστα θα έβλεπα τη κίνηση της πόλης μέσα από τα σκονισμένα τζάμια τους παλιού μου σιτροέν; Θα έχανα την ομορφιά της απλότητας μέσα από τους παραμορφωτικούς φακούς πραγμάτων που με καταπιέζουν; Παρκάρισα πενήντα μέτρα ποιο πέρα. Άλλωστε χώρος υπήρχε άφθονος. Μερικές φορές αισθάνομαι ότι διαθέτω ακόμη κάποια ψήγματα επαναστατικότητας στις κρατούσες μικροαστικές λογικές. Η αισθητική μου δεν δέχεται εξαιρέσεις. Ας περπατήσω βρε αδερφέ και δέκα παραπάνω μέτρα.
Δεν ξέρω πως μου ήλθε όταν το είδα, αλλά η ατμόσφαιρα και τα μπαϊτς που εξέπεμπε με συντάραξε και αυθόρμητα σταμάτησα. Είχα καιρό να πιω το καφέ μου σε ένα παραδοσιακό καφενείο. Και αυτό ήταν πράγματι ένα παλιό καφενείο σε μια μικρή ξεχασμένη από τον πολιτισμό πόλη. Δεν υπήρχε πάνω του τίποτε το προσποιητό και το εξεζητημένο. Η λογική των δήθεν δεν έφθασε ποτέ εδώ. Αυτή παρέμεινε προνόμιο των πρόσφατα εκπολιτισμένων κατοίκων των μεγαλουπόλεων και κακομοίρικος εξωραϊσμός της μιζέριας τους.
Το καφενείο βρισκόταν σε ένα σταθμό τραίνου. Σταθμός που μάλλον δεν χρησιμοποιούνταν ή φιλοξενούσε σπάνια τραίνα. Από τη μια πλευρά του έβλεπε τη πόλη και από την άλλη τη σιδηροδρομική γραμμή που ήταν πνιγμένη στο πράσινο. Αν περνούσε τραίνο από εκείνη τη γραμμή θα έπρεπε να πνιγόταν από τα λουλούδια και τα δέντρα που υπήρχαν σε εντυπωσιακή ποσότητα και ποιότητα στο μέρος εκείνο. Τα ξύλινα τραπεζάκια με τη μαρμάρινη επιφάνεια συνοδεύονταν από αυθεντικές ξύλινες καρέκλες απομεινάρια μιας άλλης εποχής χαμένης στη λησμονιά. Ο εσωτερικός του χώρος λιτός. Ξύλο, γυαλί και μάρμαρο. Τραπεζάκια υπήρχαν και στις δύο εξωτερικές μεριές του. Στο εσωτερικό του κάποια από αυτά αντί για μάρμαρο διέθεταν πράσινη τσόχα. Το εθνικό σπορ μιας άλλης εποχής.
Επέλεξα τη μεριά που έβλεπε στο δρόμο. Σαν άνθρωπος της πόλης θέλησα να αφουγκραστώ το σφυγμό της. Και ευτυχώς ο ορίζοντας μου ήταν αρκετά μεγάλος αφού ο δρόμος ήταν πλατύς και δεν ήταν χτισμένα όλα τα οικόπεδα στη περιοχή. Δεν υπήρχε άλλωστε και το σιτροέν μου να μου κρύβει τη θέα. Διεφθαρμένη αγάπη σκέφτηκα σφυρίζοντας ακόμη το τραγουδάκι των KWAN που άκουγα, πριν βρω τη λύτρωση στη μοναξιά μου σε αυτή τη ξεχασμένη από το χρόνο γωνιά. Η κίνηση στο δρόμο ήταν μικρή. Που και που κανένα αυτοκίνητο και μάλλον περισσότεροι οι πεζοί.
Το βλέμμα μου διατρέχοντας τους θαμώνες σταμάτησε σε ένα πρόσωπο σκληρό ξερακιανό με κουρασμένο βλέμμα που έκρυβε πόνο. Ήταν φανερό το φοβικό σύνδρομο που τον κατείχε. Να ήταν άραγε απέναντι στη κοινωνία; Στον εαυτό του; Σε μένα που καθόμουν στο διπλανό τραπέζι; Ένοιωθε απειλή ; και από ποιόν; Τον ονόμασα Γιώργο. Ήταν καμιά εξηνταριά χρονών. Κουρασμένος και βαρύς. Τον καλησπέρισα όταν ήλθα να καθίσω δίπλα του αλλά με αγνόησε. Με αισθάνθηκε σαν απειλή στη μοναξιά του. Και όμως τη μοναξιά γεννά η αδιαφορία των άλλων. Το υλιστικό κομμάτι του εαυτού του ακμαίο, το λογισμικό όμως φαίνεται να απεργεί.
Προσπάθησα να το καταλάβω, παρακολουθώντας διακριτικά τη συμπεριφορά του. Η μόνη του αντίδραση ήταν το να σηκώνει που και που το ποτηράκι με το ούζο που του είχαν σερβίρει και να το φέρνει στο στόμα του. Κοίταξα απέναντι στην άλλη μεριά του δρόμου. Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά. Τα φώτα αδυνατούσαν να αντικαταστήσουν τον ήλιο. Διέκρινε στο βάθος απέναντι ένα χαμόσπιτο. Κατοικούνταν αλλά ήταν σκοτεινό και σιωπηλό. Νάτο το σπίτι του Γιώργου. Δεν υπήρχε κανένας να τον περιμένει. Η κυρά Φωτεινή τον είχε εγκαταλείψει πριν κανένα χρόνο, μαζί και τον μάταιο τούτο κόσμο. Τα παιδιά του έφυγαν για τη πρωτεύουσα και έριξαν μαύρη πέτρα πίσω τους. Ο Γιώργος αισθανόταν τώρα σαν ένα παγκόσμιο πτυελοδοχείο. Η μνήμη στραγγάλιζε την φαντασία του, στη μόνη που θα μπορούσε να επενδύσει για κάποιο ποιο αξιοπρεπές μέλλον.
Αγοράκι μου, τι να σου προσφέρω; Η σερβιτόρα, ιδιοκτήτρια, το κορίτσι του μαγαζιού ή ότι άλλο ήταν, διέκοψε τη κατασκοπία της ζωής και της ψυχής του Γιώργου. Το αγοράκι βέβαια ήμουν εγώ σχεδόν πενήντα χρονών , αλλά με τα μάτια της εξηντάρας σχεδόν γκαρσόνας ο ξένος στη στερημένη ζωή της θα έμοιαζε πιτσιρικάς. «Ουίσκι έχετε;» Ρώτησα διστακτικά. «Αμέ» μου απάντησε και μου φάνηκε ότι διέκρινα ένα ειρωνικό τόνο στην απάντηση της. Τσαχπινιά στα εξήντα σκέφτηκα. Μάλλον την πρόσβαλε η ερώτηση μου. «Τι μας πέρασες βρε σούργελο, ότι δεν θα γνωρίζαμε το ουίσκι;» Κάτι τέτοιο αισθάνθηκα ότι θέλει να μου πει, αλλά δεν μου το είπε. «Με πάγο παρακαλώ» της απάντησα «αν έχετε» την πρόγκιξα. Έφυγε χωρίς να μου πει λέξη. Για την ηλικία της φαινόταν ακόμη ζωντανή.
Την ονομάτισα Κούλα. Δεν ξέρω το γιατί, αλλά έμεινα με την εντύπωση από τη συμπεριφορά της ότι γνωρίζω το παλιό της επάγγελμα. Στα πενήντα της παντρεύτηκε τον νταβατζή της και με τα λεφτά της δουλειάς τόσων χρόνων αγόρασαν τούτον εδώ το καφενέ. Το χθες δεν θα το ξανασυναντήσει ποτέ, το αύριο μπορεί και το ανταμώνει όσο ζει. Και η Κούλα από τι φαίνεται θα ζήσει πολύ αύριο ακόμα. Η προίκα του πόνου από τη προηγούμενη ζωή της δεν άφησε σημάδια στη ψυχή της. Αλλά στ’ αλήθεια ποιος ξέρει πίσω από τη βιτρίνα τι κρύβεται ; Πίσω από το κτητικό «μου» που ξεστόμισε μαζί με το «αγοράκι» διέκρινα μια αόριστη τάση φυγής. Φυγή με ένα ξένο. Φαντασία που εκδηλώθηκε σε κλάσματα δευτερολέπτου. Στιγμιαία αντίδραση καταπιεσμένου.
Το ουίσκι ήλθε. Οι σκέψεις έφυγαν. Η ώριμη τσαχπινιά αντικαταστάθηκε από τυπική επαγγελματική συμπεριφορά. Η Κούλα με το κοσμοπολίτικο αέρα τη στιγμή της παραγγελίας έγινε η Κούλα του σιωπηλού καφενέ. Ενσωματώθηκε στο περιβάλλον. Ήπια τη πρώτη γουλιά από το ουίσκι μου. Κατέβασα το ποτήρι και το ακούμπησα στο μάρμαρο. Και τότε ο Γιώργος έκανε τη δικιά του κίνηση. Πήρε το ποτήρι με το ούζο και το έφερε στο στόμα του. Φαίνεται η συμπεριφορά μας να μην είναι ίδια. Η συνύπαρξη μας είναι αναγκαίο κακό. Κατέβασε το ποτήρι του και βυθίστηκε στο λήθαργο του. Μόνο τη στιγμή που έπινε το ποτό του ξεχώριζε από τους νεκρούς. Μόνο τότε μπορούσες να ξεχωρίσεις μια σπίθα ζωής στα σιωπηλά του μάτια.
Στο μοναδικό άλλο τραπέζι που ήταν κατειλημμένο σε αυτή τη μεριά του μαγαζιού, λίγα μέτρα ποιο πέρα από μένα, το βλέμμα μου συνάντησε ένα παπά. Τέτοια ώρα να πίνει καφέ; Αναρωτήθηκα. Να και ο ρουφιάνος του θεού στη παρέα μας. Να και ο εκπρόσωπος μιας α-θρησκης θρησκείας. Φαίνεται ότι δεν με πρόσεξε. Δεν πρόσεξε και την απειλή που έκρυβα για τη δουλειά και τη ταυτότητα του. Οι προσβλητικές μου για αυτόν σκέψεις δεν τον άγγιξαν και ούτε ευτυχώς για μένα του μεταφερθήκαν με τηλεπάθεια. Κινδύνευα να χάσω άλλωστε τη βασιλεία των ουρανών. Άναψε ένα τσιγάρο. Τον ονομάτισα Παπά Γιάννη. Ήταν δεν ήταν πενήντα χρονών. Πάνω κάτω στην ηλικία μου. Είχε χειροτονηθεί μικρός και είχε παντρευτεί ακόμη μικρότερος. Το σχολείο δεν το είχε τελειώσει. Το ευαγγέλιο όμως μπορούσε να το διαβάσει. Χρόνια παπαδάκι από πολύ μικρός είχε μάθει όλη τη λειτουργία απ’ έξω. Κάποιο μικρό πρόβλημα τη Μεγάλη Πέμπτη με τα δώδεκα ευαγγέλια ξεπερνιόνταν με την άγνοια του εκκλησιάσματος.
Προσπάθησα να μετρήσω τα μηδενικά που με περικύκλωναν. Ήταν τρία. Όλα μαζί χωρίς αξία. Αν κι εγώ ήμουν μηδενικό θα γινόμασταν τέσσερα. Αν όμως σε όλα αυτά μπροστά τους βάλεις και ένα ταπεινό άσσο τότε η αξία μας θα γίνονταν πολύ μεγάλη. Υπήρχε όμως αυτός ο άσσος στη παρέα μας; Τον περιμέναμε να έλθει; Ήμουν εγώ αυτός η κάποιος από τη παράξενη συντροφιά μας που τον είχα αδικήσει; Η μήπως το άψυχο περιβάλλον που μας αγκάλιαζε την δροσερή αυτή νύχτα του Φθινοπώρου θα μπορούσε να προσδώσει αξία στην ύπαρξη μας; Ο παλιός σταθμός, η σκουριασμένη σιδηροδρομική γραμμή, τα ξύλινα τραπεζάκια με το μάρμαρο, τα δέντρα, τα λουλούδια, ο σιωπηλός δρόμος, τα σκοτεινά σπίτια, ο σκύλος που περνούσε εκείνη την ώρα από μπροστά μου με νωχελικό βηματισμό.
Κοίταξα τον ουρανό. Το φεγγάρι ολόγιομο ή σχεδόν. Τα αστέρια διαφορετικής ηλικίας, μεγέθους, λαμπρότητας και χρώματος με παρατηρούν και αυτά σιωπηλά. Αλλά όχι κάτι άκουσα. Μα είναι δυνατόν να μου μιλούν; «Δυστυχισμένε άνθρωπε, νομίζεις ότι είσαι ελεύθερος; Μήπως ζεις με τις ψευδαισθήσεις σου; Μήπως κλείδωσες την ελευθερία σου στη φυλακή ενός αλλοπρόσαλλου ψυχισμού σου και τα κλειδιά τα πέταξες σε μας; Μήπως θα πρέπει να μας κατεβάσεις στη γη ή να ανέβεις εσύ σε μας για να πάρεις ξανά τα κλειδιά της ελευθερίας σου;»
Σύμπαν, μαύρες τρύπες, ήλιοι, η ηχώ της μεγάλης έκρηξης, η γη, η φύση, οι άνθρωποι, η ψυχή, ο Γιώργος, η Κούλα, ο Παπά Γιάννης. Όλα πέρασαν χωρίς καθορισμένη σειρά από το μυαλό μου, ανάκατα και μπερδεμένα μεταξύ τους δημιουργώντας ερωτηματικά και ζητώντας απαντήσεις. Που να οφείλεται άραγε αυτή η ευφυής πολυπλοκότητα του σύμπαντος ; Υπάρχει θεός; Και αν υπάρχει ποια είναι η σχέση του με το σύμπαν; Η φύση είναι μέρος του θεού; Ο άνθρωπος φτιαγμένος «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση» και με τη δύναμη της πίστης μπορεί να ταυτισθεί με το θεό; Που φιλοξενούνται οι ψυχές μετά το θάνατο; Το Υπερπέραν θα ήταν μια κάποια λύση; Υπάρχει ελεύθερη βούληση;
Η πόλη άγνωστη. Οι περιπλανήσεις μου με οδήγησαν σε αυτήν για πρώτη φορά . Το ξενοδοχείο μικρό, αλλά καθαρό. Ποτέ όμως δεν υπήρξε ξενοδοχείο ικανό να με κρατήσει μέσα. Για το παιχνίδι Ολυμπιακός-Ανόρθωση που έδειχνε η τηλεόραση, παιχνίδι ζωής ή θανάτου σύμφωνα με τους ειδικούς αδιαφόρησα. Για τον Κωστάκη που προετοίμαζε το λόγο του για την Διεθνή έκθεση Θεσσαλονίκης γέλασα. Tο Γιώργο που συναντήθηκε με το συμβούλιο των βιομηχάνων Βορείου Ελλάδας τον αγνόησα. Εν πάση περιπτώσει έκλεισα το ραδιόφωνο στο αυτοκίνητο. Η αλήθεια είναι ότι όταν ξεκίνησα να οδηγήσω δεν καθόρισα συγκεκριμένο προορισμό. Όπου και όποτε. Έβαλα ένα cd με μουσική των KWAN . Επέλεξα το Tainted Love. Το τραγούδι τέλειωσε. Φρενάρισα απότομα. Τα λάστιχα στρίγγλισαν. Το τιμόνι έπαιζε στα χέρια μου. Το πεντάλ αντιστεκότανε με διακοπές. Το ABS δούλεψε σκέφτηκα. Καφενείον η ΩΡΑΙΑ ΕΛΛΑΣ είδα.
Η θέση πάρκιγκ μπροστά στο καφενέ με περίμενε, αλλά εγώ αδιαφόρησα. Και αν καθόμουνα πρώτο τραπέζι πίστα θα έβλεπα τη κίνηση της πόλης μέσα από τα σκονισμένα τζάμια τους παλιού μου σιτροέν; Θα έχανα την ομορφιά της απλότητας μέσα από τους παραμορφωτικούς φακούς πραγμάτων που με καταπιέζουν; Παρκάρισα πενήντα μέτρα ποιο πέρα. Άλλωστε χώρος υπήρχε άφθονος. Μερικές φορές αισθάνομαι ότι διαθέτω ακόμη κάποια ψήγματα επαναστατικότητας στις κρατούσες μικροαστικές λογικές. Η αισθητική μου δεν δέχεται εξαιρέσεις. Ας περπατήσω βρε αδερφέ και δέκα παραπάνω μέτρα.
Δεν ξέρω πως μου ήλθε όταν το είδα, αλλά η ατμόσφαιρα και τα μπαϊτς που εξέπεμπε με συντάραξε και αυθόρμητα σταμάτησα. Είχα καιρό να πιω το καφέ μου σε ένα παραδοσιακό καφενείο. Και αυτό ήταν πράγματι ένα παλιό καφενείο σε μια μικρή ξεχασμένη από τον πολιτισμό πόλη. Δεν υπήρχε πάνω του τίποτε το προσποιητό και το εξεζητημένο. Η λογική των δήθεν δεν έφθασε ποτέ εδώ. Αυτή παρέμεινε προνόμιο των πρόσφατα εκπολιτισμένων κατοίκων των μεγαλουπόλεων και κακομοίρικος εξωραϊσμός της μιζέριας τους.
Το καφενείο βρισκόταν σε ένα σταθμό τραίνου. Σταθμός που μάλλον δεν χρησιμοποιούνταν ή φιλοξενούσε σπάνια τραίνα. Από τη μια πλευρά του έβλεπε τη πόλη και από την άλλη τη σιδηροδρομική γραμμή που ήταν πνιγμένη στο πράσινο. Αν περνούσε τραίνο από εκείνη τη γραμμή θα έπρεπε να πνιγόταν από τα λουλούδια και τα δέντρα που υπήρχαν σε εντυπωσιακή ποσότητα και ποιότητα στο μέρος εκείνο. Τα ξύλινα τραπεζάκια με τη μαρμάρινη επιφάνεια συνοδεύονταν από αυθεντικές ξύλινες καρέκλες απομεινάρια μιας άλλης εποχής χαμένης στη λησμονιά. Ο εσωτερικός του χώρος λιτός. Ξύλο, γυαλί και μάρμαρο. Τραπεζάκια υπήρχαν και στις δύο εξωτερικές μεριές του. Στο εσωτερικό του κάποια από αυτά αντί για μάρμαρο διέθεταν πράσινη τσόχα. Το εθνικό σπορ μιας άλλης εποχής.
Επέλεξα τη μεριά που έβλεπε στο δρόμο. Σαν άνθρωπος της πόλης θέλησα να αφουγκραστώ το σφυγμό της. Και ευτυχώς ο ορίζοντας μου ήταν αρκετά μεγάλος αφού ο δρόμος ήταν πλατύς και δεν ήταν χτισμένα όλα τα οικόπεδα στη περιοχή. Δεν υπήρχε άλλωστε και το σιτροέν μου να μου κρύβει τη θέα. Διεφθαρμένη αγάπη σκέφτηκα σφυρίζοντας ακόμη το τραγουδάκι των KWAN που άκουγα, πριν βρω τη λύτρωση στη μοναξιά μου σε αυτή τη ξεχασμένη από το χρόνο γωνιά. Η κίνηση στο δρόμο ήταν μικρή. Που και που κανένα αυτοκίνητο και μάλλον περισσότεροι οι πεζοί.
Το βλέμμα μου διατρέχοντας τους θαμώνες σταμάτησε σε ένα πρόσωπο σκληρό ξερακιανό με κουρασμένο βλέμμα που έκρυβε πόνο. Ήταν φανερό το φοβικό σύνδρομο που τον κατείχε. Να ήταν άραγε απέναντι στη κοινωνία; Στον εαυτό του; Σε μένα που καθόμουν στο διπλανό τραπέζι; Ένοιωθε απειλή ; και από ποιόν; Τον ονόμασα Γιώργο. Ήταν καμιά εξηνταριά χρονών. Κουρασμένος και βαρύς. Τον καλησπέρισα όταν ήλθα να καθίσω δίπλα του αλλά με αγνόησε. Με αισθάνθηκε σαν απειλή στη μοναξιά του. Και όμως τη μοναξιά γεννά η αδιαφορία των άλλων. Το υλιστικό κομμάτι του εαυτού του ακμαίο, το λογισμικό όμως φαίνεται να απεργεί.
Προσπάθησα να το καταλάβω, παρακολουθώντας διακριτικά τη συμπεριφορά του. Η μόνη του αντίδραση ήταν το να σηκώνει που και που το ποτηράκι με το ούζο που του είχαν σερβίρει και να το φέρνει στο στόμα του. Κοίταξα απέναντι στην άλλη μεριά του δρόμου. Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά. Τα φώτα αδυνατούσαν να αντικαταστήσουν τον ήλιο. Διέκρινε στο βάθος απέναντι ένα χαμόσπιτο. Κατοικούνταν αλλά ήταν σκοτεινό και σιωπηλό. Νάτο το σπίτι του Γιώργου. Δεν υπήρχε κανένας να τον περιμένει. Η κυρά Φωτεινή τον είχε εγκαταλείψει πριν κανένα χρόνο, μαζί και τον μάταιο τούτο κόσμο. Τα παιδιά του έφυγαν για τη πρωτεύουσα και έριξαν μαύρη πέτρα πίσω τους. Ο Γιώργος αισθανόταν τώρα σαν ένα παγκόσμιο πτυελοδοχείο. Η μνήμη στραγγάλιζε την φαντασία του, στη μόνη που θα μπορούσε να επενδύσει για κάποιο ποιο αξιοπρεπές μέλλον.
Αγοράκι μου, τι να σου προσφέρω; Η σερβιτόρα, ιδιοκτήτρια, το κορίτσι του μαγαζιού ή ότι άλλο ήταν, διέκοψε τη κατασκοπία της ζωής και της ψυχής του Γιώργου. Το αγοράκι βέβαια ήμουν εγώ σχεδόν πενήντα χρονών , αλλά με τα μάτια της εξηντάρας σχεδόν γκαρσόνας ο ξένος στη στερημένη ζωή της θα έμοιαζε πιτσιρικάς. «Ουίσκι έχετε;» Ρώτησα διστακτικά. «Αμέ» μου απάντησε και μου φάνηκε ότι διέκρινα ένα ειρωνικό τόνο στην απάντηση της. Τσαχπινιά στα εξήντα σκέφτηκα. Μάλλον την πρόσβαλε η ερώτηση μου. «Τι μας πέρασες βρε σούργελο, ότι δεν θα γνωρίζαμε το ουίσκι;» Κάτι τέτοιο αισθάνθηκα ότι θέλει να μου πει, αλλά δεν μου το είπε. «Με πάγο παρακαλώ» της απάντησα «αν έχετε» την πρόγκιξα. Έφυγε χωρίς να μου πει λέξη. Για την ηλικία της φαινόταν ακόμη ζωντανή.
Την ονομάτισα Κούλα. Δεν ξέρω το γιατί, αλλά έμεινα με την εντύπωση από τη συμπεριφορά της ότι γνωρίζω το παλιό της επάγγελμα. Στα πενήντα της παντρεύτηκε τον νταβατζή της και με τα λεφτά της δουλειάς τόσων χρόνων αγόρασαν τούτον εδώ το καφενέ. Το χθες δεν θα το ξανασυναντήσει ποτέ, το αύριο μπορεί και το ανταμώνει όσο ζει. Και η Κούλα από τι φαίνεται θα ζήσει πολύ αύριο ακόμα. Η προίκα του πόνου από τη προηγούμενη ζωή της δεν άφησε σημάδια στη ψυχή της. Αλλά στ’ αλήθεια ποιος ξέρει πίσω από τη βιτρίνα τι κρύβεται ; Πίσω από το κτητικό «μου» που ξεστόμισε μαζί με το «αγοράκι» διέκρινα μια αόριστη τάση φυγής. Φυγή με ένα ξένο. Φαντασία που εκδηλώθηκε σε κλάσματα δευτερολέπτου. Στιγμιαία αντίδραση καταπιεσμένου.
Το ουίσκι ήλθε. Οι σκέψεις έφυγαν. Η ώριμη τσαχπινιά αντικαταστάθηκε από τυπική επαγγελματική συμπεριφορά. Η Κούλα με το κοσμοπολίτικο αέρα τη στιγμή της παραγγελίας έγινε η Κούλα του σιωπηλού καφενέ. Ενσωματώθηκε στο περιβάλλον. Ήπια τη πρώτη γουλιά από το ουίσκι μου. Κατέβασα το ποτήρι και το ακούμπησα στο μάρμαρο. Και τότε ο Γιώργος έκανε τη δικιά του κίνηση. Πήρε το ποτήρι με το ούζο και το έφερε στο στόμα του. Φαίνεται η συμπεριφορά μας να μην είναι ίδια. Η συνύπαρξη μας είναι αναγκαίο κακό. Κατέβασε το ποτήρι του και βυθίστηκε στο λήθαργο του. Μόνο τη στιγμή που έπινε το ποτό του ξεχώριζε από τους νεκρούς. Μόνο τότε μπορούσες να ξεχωρίσεις μια σπίθα ζωής στα σιωπηλά του μάτια.
Στο μοναδικό άλλο τραπέζι που ήταν κατειλημμένο σε αυτή τη μεριά του μαγαζιού, λίγα μέτρα ποιο πέρα από μένα, το βλέμμα μου συνάντησε ένα παπά. Τέτοια ώρα να πίνει καφέ; Αναρωτήθηκα. Να και ο ρουφιάνος του θεού στη παρέα μας. Να και ο εκπρόσωπος μιας α-θρησκης θρησκείας. Φαίνεται ότι δεν με πρόσεξε. Δεν πρόσεξε και την απειλή που έκρυβα για τη δουλειά και τη ταυτότητα του. Οι προσβλητικές μου για αυτόν σκέψεις δεν τον άγγιξαν και ούτε ευτυχώς για μένα του μεταφερθήκαν με τηλεπάθεια. Κινδύνευα να χάσω άλλωστε τη βασιλεία των ουρανών. Άναψε ένα τσιγάρο. Τον ονομάτισα Παπά Γιάννη. Ήταν δεν ήταν πενήντα χρονών. Πάνω κάτω στην ηλικία μου. Είχε χειροτονηθεί μικρός και είχε παντρευτεί ακόμη μικρότερος. Το σχολείο δεν το είχε τελειώσει. Το ευαγγέλιο όμως μπορούσε να το διαβάσει. Χρόνια παπαδάκι από πολύ μικρός είχε μάθει όλη τη λειτουργία απ’ έξω. Κάποιο μικρό πρόβλημα τη Μεγάλη Πέμπτη με τα δώδεκα ευαγγέλια ξεπερνιόνταν με την άγνοια του εκκλησιάσματος.
Προσπάθησα να μετρήσω τα μηδενικά που με περικύκλωναν. Ήταν τρία. Όλα μαζί χωρίς αξία. Αν κι εγώ ήμουν μηδενικό θα γινόμασταν τέσσερα. Αν όμως σε όλα αυτά μπροστά τους βάλεις και ένα ταπεινό άσσο τότε η αξία μας θα γίνονταν πολύ μεγάλη. Υπήρχε όμως αυτός ο άσσος στη παρέα μας; Τον περιμέναμε να έλθει; Ήμουν εγώ αυτός η κάποιος από τη παράξενη συντροφιά μας που τον είχα αδικήσει; Η μήπως το άψυχο περιβάλλον που μας αγκάλιαζε την δροσερή αυτή νύχτα του Φθινοπώρου θα μπορούσε να προσδώσει αξία στην ύπαρξη μας; Ο παλιός σταθμός, η σκουριασμένη σιδηροδρομική γραμμή, τα ξύλινα τραπεζάκια με το μάρμαρο, τα δέντρα, τα λουλούδια, ο σιωπηλός δρόμος, τα σκοτεινά σπίτια, ο σκύλος που περνούσε εκείνη την ώρα από μπροστά μου με νωχελικό βηματισμό.
Κοίταξα τον ουρανό. Το φεγγάρι ολόγιομο ή σχεδόν. Τα αστέρια διαφορετικής ηλικίας, μεγέθους, λαμπρότητας και χρώματος με παρατηρούν και αυτά σιωπηλά. Αλλά όχι κάτι άκουσα. Μα είναι δυνατόν να μου μιλούν; «Δυστυχισμένε άνθρωπε, νομίζεις ότι είσαι ελεύθερος; Μήπως ζεις με τις ψευδαισθήσεις σου; Μήπως κλείδωσες την ελευθερία σου στη φυλακή ενός αλλοπρόσαλλου ψυχισμού σου και τα κλειδιά τα πέταξες σε μας; Μήπως θα πρέπει να μας κατεβάσεις στη γη ή να ανέβεις εσύ σε μας για να πάρεις ξανά τα κλειδιά της ελευθερίας σου;»
Σύμπαν, μαύρες τρύπες, ήλιοι, η ηχώ της μεγάλης έκρηξης, η γη, η φύση, οι άνθρωποι, η ψυχή, ο Γιώργος, η Κούλα, ο Παπά Γιάννης. Όλα πέρασαν χωρίς καθορισμένη σειρά από το μυαλό μου, ανάκατα και μπερδεμένα μεταξύ τους δημιουργώντας ερωτηματικά και ζητώντας απαντήσεις. Που να οφείλεται άραγε αυτή η ευφυής πολυπλοκότητα του σύμπαντος ; Υπάρχει θεός; Και αν υπάρχει ποια είναι η σχέση του με το σύμπαν; Η φύση είναι μέρος του θεού; Ο άνθρωπος φτιαγμένος «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση» και με τη δύναμη της πίστης μπορεί να ταυτισθεί με το θεό; Που φιλοξενούνται οι ψυχές μετά το θάνατο; Το Υπερπέραν θα ήταν μια κάποια λύση; Υπάρχει ελεύθερη βούληση;